Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για το Αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για το Αμάρτημα της μητρός μου του Βιζυηνού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μπέρτολτ Μπρεχτ «Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ» ως παράλληλο στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mickeal Aldo

Μπέρτολτ Μπρεχτ «Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ»

1
 Μαρία Φαρράρ, γεννηθείσα τον Απρίλιον,
ανήλικη, ορφανή, ραχιτική, όψεως κοινής,
λευκού έως τώρα ποινικού μητρώου,
εσκότωσε το παιδί της ως εξής:
Σ’ ένα κατώι -λέει- σαν ήταν δυο μηνών,
να το ξεφορτωθεί προσπάθησε όπως - όπως,
με δυο ενέσεις που της έκανε μια γριά.
Πόνεσε, λέει, πολύ – όμως χαμένος κόπος.
              Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
              γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

2
Πλήρωσε ωστόσο -λέει- ό,τι είχε συμφωνήσει.
Σφιχτόδενε με πάνες την κοιλιά της,
τσίπουρο έπινε με πιπέρι, αλλά το μόνο
που πέτυχε ήταν να γδαρθούν τα σωθικά της.
Το φούσκωμα φαινόταν πια ξεκάθαρα,
κι αβάσταχτα πονούσε όταν σφουγγάριζε.
Ψήλωσε, ωστόσο – λέει. Και προσεύχονταν
στην Παναγιά και τάματα της χάριζε.
                Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
                γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

3
Μα οι προσευχές της πήγανε του κάκου.
Πολλά ζητούσε, ως φαίνεται. Κι ολοένα
στον όρθρο ζαλιζόταν, κρύος την έλουζε ιδρώτας
καθώς γονατιστή παρακαλούσε την Παρθένα.
Αλλά κατάφερε να μην την πάρουν είδηση
ωσότου ζύγωσε η ώρα να γεννήσει,
γιατί κανείς ποτέ δε φανταζότανε
πως μια τόσο άχαρη κοπέλα είχε αμαρτήσει.
                Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
                γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

4
Τη μέρα κείνη -λέει- τη χαραυγή,
καθώς, σκουπίζοντας τις σκάλες, είχε σκύψει,
άγρια νύχια της ξεσκίσαν την κοιλιά.
Ωστόσο μπόρεσε τους πόνους της να κρύψει.
Ολημερίς σουρνόταν τη μπουγάδα απλώνοντας
κι έσπαζε το κεφάλι της ώσπου να νιώσει
πως έφτασε της γέννας της η ώρα. Κι έτρεμε
η καρδιά της σαν, αργά, τράβηξε να ξαπλώσει.
                Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
                γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

5
Μα την ξαναφώναξαν πριν να καλογείρει:
χιόνι είχε πέσει κι έπρεπε αυτή να το σκουπίσει.
Και σκούπιζε ως τις έντεκα. Μια ατέλειωτη ήταν μέρα.
Τη νύχτα μόνο μπόρεσε ήσυχα να γεννήσει.
Και γέννησε -όπως λέει- ένα αγόρι.
Όμοιο ήταν μ’ όλα τ’ άλλα αγόρια.
Μόνο που αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες μάνες.
               Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
               γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

6
Αφήστε τη, λοιπόν, ν’ αποτελειώσει
την ιστορία για κείνο το παιδί
(λέει πως δε θέλει τίποτα να κρύψει),
κι έτσι θα δούμε τι είμ’ εγώ και τι είσαι συ.
Λέει πώς μόλις πήγε στο κρεβάτι,
αναγούλες τήνε πιάσανε και ρίγη.
Μονάχη, αλαφιασμένη τι θα γίνει,
με κόπο τις φωνές της κρυφοπνίγει.
               Όμως εσείς, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
               γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

7
Μ’ όσες της απομένανε δυνάμεις
-η κάμαρά της ήταν κιόλας παγωμένη-
σύρθηκε ως τον απόπατο (μα πότε,
δε θυμάται πια) κι εκεί, παρατημένη,
γέννησε, τα χαράματα. Κι ήτανε λέει,
ολότελα χαμένη κι ένιωθε πια να κοκαλώνει,
μόλις μπορούσε να κρατήσει το παιδί της,
γιατί μες στη σοφίτα τρύπωνε το χιόνι.
               Κι εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
               γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

8
Και τότε, πριν στην κάμαρα γυρίσει
-και μόνο τότε- να κλαίει αρχινάει το παιδί.
Κι εκείνη φρένιασε τόσο, καθώς λέει,
που με τις δυο γροθιές της, σαν τυφλή,
το χτύπαε και το χτύπαε, μέχρι να βουβαθεί.
Και τότε, πήρε το πεθαμένο της μωρό
μες στο κρεβάτι ώσπου να ξημερώσει,
και, το πρωί, τό’ κρυψε μες στο πλυσταριό.
               Αλλά εσείς, παρακαλώ, μη δείξετε καταφρόνια,
               γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

9
Μαρία Φαρράρ, γεννημένη έναν Απρίλη,
στου Μάισσεν πέθανε τη φυλακή,
κοριτσομάνα*, καταδικασμένη,
του κάθε ανθρώπου τις αδυναμίες ιστορεί.
Σεις, που γεννάται σε κρεβάτια πεντακάθαρα
και «ευλογημένος» λέτε της κοιλιάς σας ο καρπός,
μη ρίχτε στους αδύναμους τ’ ανάθεμα.
Βαρύ ήτανε το κρίμα της, μα ο πόνος της πικρός.
             Γι’ αυτό, παρακαλώ, μη δείξτε καταφρόνια,
             γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια.

[Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης]

* Στο πρωτότυπο Ledige (άγαμη)


Η ανήλικη και ανύπαντρη Μαρία Φαρράρ, που εργάζεται ως υπηρέτρια, έρχεται αντιμέτωπη με μιαν ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, την οποία και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τερματίσει απ’ τους πρώτους κιόλας μήνες. Πράξη επιβεβλημένη μιας και επρόκειτο για μια άπορη, ορφανή κοπέλα που δεν ήταν σε θέση να μεγαλώσει ένα παιδί, και μάλιστα ένα παιδί εκτός γάμου. Γι’ αυτό και ο ποιητής ζητά επανειλημμένα να μη δείξουν οι αναγνώστες καταφρόνια για το φοβισμένο αυτό κορίτσι που θα στιγματιζόταν απ’ την κοινωνία, αν έφερνε στον κόσμο ένα παιδί χωρίς να είναι παντρεμένη∙ αν έφερνε στον κόσμο ένα παιδί, για το οποίο δεν είχε ούτε τα χρήματα να το αναθρέψει, αλλά ούτε και τη δυνατότητα να το προστατεύσει απ’ το στίγμα του νόθου.

Παραλληλίες με το αμάρτημα της μητρός μου

- Η ανήλικη Μαρία Φαρράρ προσεύχεται στην Παναγία ζητώντας της με τάματα και γονυκλισίες να την απαλλάξει απ’ την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της. Εμφανής εδώ η αγαθότητα της πίστης, η οποία ωθεί τη νεαρή κοπέλα να προσδοκά μια θεία επέμβαση που θα τη γλιτώσει απ’ τα προβλήματά της, έστω κι αν αυτό σημαίνει την απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής, και δη του ίδιου της του αγέννητου παιδιού.
Αντιστοίχως, η μητέρα στο αμάρτημα, παρακαλά τον Θεό τιμωρό -όπως η ίδια τον αντιλαμβάνεται- να μην της πάρει την Αννιώ, και άρα να μην της επιβάλει τη σκληρή τιμωρία που μοιάζει να επίκειται. Είναι, μάλιστα, πρόθυμη να του προσφέρει τη ζωή του αγοριού της, για να γλιτώσει το μονάκριβο κορίτσι της.  
Ας έχουμε υπόψη πως η μητέρα του Γιωργή είναι επίσης νέα σε ηλικία, και βρίσκεται, λόγω των τύψεών της, σε μια παρόμοια κατάσταση απελπισίας, που την εξωθεί σε ό,τι μοιάζει μ’ ένα δεύτερο έγκλημα, συνειδητό αυτή τη φορά. Καθώς, αν το πρώτο της παιδί το πλάκωσε χωρίς να το θέλει, τώρα εμφανίζεται έτοιμη να θυσιάσει το αγόρι της μόνο και μόνο για να μη δεχτεί την «τιμωρία» του Θεού, μόνο και μόνο για να μην επιβεβαιωθούν οι φόβοι της πως ο Θεός δεν την έχει συγχωρέσει για το πλάκωμα του μωρού.
Ο φόβος και η ντροπή της Μαρίας Φαρράρ την αναγκάζουν να επιδιώκει την αποβολή του αγέννητου μωρού της∙ ένα πικρό κοινωνικό σχόλιο του Μπρεχτ για την υπέρμετρη εξαθλίωση των φτωχών ανθρώπων. Ο φόβος και η απελπισία αναγκάζουν τη μητέρα του Γιωργή να ζητά τη συναίνεση του Θεού σε μιαν ανταλλαγή που θα σήμαινε το θάνατο του γιου της. Είναι, άρα, και οι δύο γυναίκες σε μια τόσο ταραγμένη ψυχολογική κατάσταση -για διαφορετικό, ωστόσο, λόγο η καθεμία-, ώστε δεν διστάζουν να παρακαλούν για το θάνατο του ίδιου τους του παιδιού.
Ενώ συνάμα, το γεγονός πως προσφεύγουν στο χώρο της εκκλησίας για να ζητήσουν μια τόσο μιαρή συνδρομή απ’ την Παναγία και τον Θεό, είναι δηλωτικό του απλοϊκού τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουν την έννοια της θεότητας. Ο Θεός είναι ένας σκληρός εκδικητής, για την μάνα, κι η Παναγία είναι μια φιλεύσπλαχνη Μητέρα που θα έπαιρνε μια ζωή προκειμένου ν’ απαλλάξει την ανήλικη κοπέλα απ’ το ασήκωτο βάρος ενός λάθους της.

- Ο Μπρεχτ δίνει με παραστατικές λεπτομέρειες τα γεγονότα της ημέρας που γεννήθηκε το παιδί, τονίζοντας πόσο εξαντλητική υπήρξε για την ανήλικη κοπέλα η προσπάθεια να κρύψει την εγκυμοσύνη της, αλλά και πόσο υπέφερε απ’ τους πόνους της. Ενώ ήταν ετοιμόγεννη αναγκαζόταν να σκουπίζει τις σκάλες (κι ας της ξέσκιζαν άγρια νύχια την κοιλιά), ν’ απλώνει την μπουγάδα, και λίγο προτού ξαπλώσει για να ξεκουραστεί τη φωνάζουν και πάλι για να σκουπίσει το χιόνι που είχε πέσει∙ και σκούπιζε ως τις έντεκα.
Μια αδιάκοπη ταλαιπωρία φέρνει την ορφανή υπηρέτρια ως τη στιγμή της γέννας, όπου μόνη της, παρατημένη απ’ όλους, γεννά, κοκαλιασμένη απ’ το χιονιά κι αδύναμη ακόμη και να κρατήσει το παιδί στην αγκαλιά της. Και τότε, προτού επιστρέψει στην κάμαρά της -μόνο τότε-, όταν το μωρό άρχισε να κλαίει, η Μαρία Φαρράρ λυγίζει απ’ το βάρος της απίστευτης συναισθηματικής πίεσης που είχε υποστεί και ξεσπά βίαια στο παιδί της. Το γρονθοκοπεί μέχρι θανάτου.
Με παραπλήσιο τρόπο και ο Βιζυηνός παρουσιάζει τα γεγονότα της ημέρας που προηγήθηκε του θανάτου της πρώτης Αννιώς, προκειμένου να δείξει εμφατικά πόσο κουρασμένη ήταν η μητέρα, και πως πράγματι δεν είχε ευθύνη για το πλάκωμα του μωρού της, μιας και αποκοιμήθηκε εξαντλημένη απ’ το γάμο, το γλέντι και το περπάτημα.
Η βρεφοκτονία της Μαρίας Φαρράρ μοιάζει λιγότερο δικαιολογημένη απ’ το αθέλητο πλάκωμα του μωρού στο αμάρτημα της μητρός μου∙ μοιάζει ακόμη λιγότερο δικαιολογημένη, γιατί η κοπέλα είχε εξαρχής προσπαθήσει ν’ απαλλαγεί απ’ την ανεπιθύμητη αυτή εγκυμοσύνη. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, πως η ταλαιπωρία της γέννας και η συναισθηματική ταραχή της γυναίκας κατά τη διάρκεια του τοκετού, είναι τέτοιας έντασης, ώστε πλέον οι νομοθέτες έχουν αναγνωρίσει ελαφρυντικά για την παιδοκτονία αμέσως μετά τον τοκετό.

- Η Μαρία Φαρράρ, αφού έχει σκοτώσει το μωρό της, το παίρνει στο κρεβάτι μαζί της και κοιμάται πλάι του, όπως κοιμήθηκε με το νεκρό μωρό της και η μητέρα του Γιωργή.

- Η Μαρία Φαρράρ μόνη της κρυφοπνίγει με κόπο τις φωνές του πόνου της, προκειμένου να μην καταλάβει κανείς πως ετοιμαζόταν να γεννήσει. Σημείο που μας παραπέμπει στην παρέμβαση του πατέρα (Τι φωνάζεις έτσι, βρε βώδι;), προκειμένου να πάψουν τα ξεφωνητά της μητέρας που θα πρόδιδαν σε όλους πως είχε η ίδια σκοτώσει το παιδί της.  

- Παραπλήσια είναι η συμπεριφορά των δύο γυναικών και ως προς την ανάγκη τους να εξομολογηθούν την πράξη τους. Η Μαρία Φαρράρ διηγείται την ιστορία της και «δεν θέλει τίποτα να κρύψει», όπως αντιστοίχως κι η μητέρα εξομολογείται το αμάρτημά της στον ενήλικα πια Γιωργή, προκειμένου να τον κάνει να καταλάβει καλύτερα τις πράξεις της και τα συναισθήματά της.
Η εξομολόγηση αυτή, επομένως, δεν λειτουργεί μόνο ως προσπάθεια ν’ ανακουφιστούν οι ίδιες οι γυναίκες απ’ τις ενοχές τους, αλλά και ως μέτρο κρίσης για τους ακροατές της εξομολόγησης. Ο Μπρεχτ το δηλώνει απερίφραστα: ας αφήσουμε τη Μαρία Φαρράρ ν’ αποτελειώσει την ιστορία της κι έτσι θα δούμε τι είμαι εγώ και τι είσαι εσύ. Η στάση, δηλαδή, που θα κρατήσει ο καθένας απέναντι στο έγκλημα της ανήλικης κοπέλας θα δείξει και με ποιο τρόπο αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Θα υπάρξει κατανόηση απέναντι στην πράξη αυτή -γέννημα απόγνωσης- της φτωχής κοπέλας ή θα σταθεί αφορμή για να την περιφρονήσει ο ακροατής, μη δεχόμενος να της προσφέρει ούτε την ελάχιστη συμπόνια.
Παρομοίως, όταν η μητέρα εξομολογείται στο Γιωργή την αθέλητη βρεφοκτονία, βρίσκεται σε μεγάλη ένταση, καθώς δεν γνωρίζει εκ των προτέρων πώς θα αντιδράσει ο γιος της, και αν θα δεχτεί το «απρομελέτητο και το αβούλητο» του αμαρτήματός της. 

- Η Μαρία Φαρράρ θα κρύψει το πρωί στο πλυσταριό το άψυχο βρέφος, μα το έγκλημά της θα φανερωθεί, κι η ίδια θα βρεθεί καταδικασμένη στη φυλακή, όπου και θα πεθάνει. Αντιθέτως, η μητέρα, με τη βοήθεια του συζύγου της, θα αποκρύψουν την αλήθεια για το θάνατο του μωρού, κι έτσι η τοπική κοινωνία θα αντιμετωπίσει τη μητέρα ως θύμα μιας πρόωρης απώλειας. Ωστόσο, παρόλο που η μητέρα γλίτωσε την κοινωνική κατακραυγή, δεν γλίτωσε τον αυστηρότερο και πιο αδυσώπητο κριτή όλων, δεν γλίτωσε απ’ την ένοχη συνείδησή της, και πέρασε έτσι το υπόλοιπο της ζωής της να τιμωρεί τον εαυτό της και να υποφέρει. Μα, το ίδιο ακριβώς βίωσε και η Μαρία Φαρράρ, γιατί για το βαρύ της έγκλημα δεν τιμωρήθηκε μόνο απ’ την κοινωνία. Πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της στη φυλακή πονώντας και μετανιώνοντας για την πράξη της, διότι ήταν η ίδια που σκότωσε το παιδί της, κι αυτό είναι ένα έγκλημα που δεν βρίσκει ποτέ παρηγοριά ή λησμοσύνη.

- Στο ποίημα του Μπρεχτ είναι πρόδηλη η επιθυμία του δημιουργού να τονιστούν οι ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες, και να στηλιτευτεί η απάνθρωπη αδικία που βαρύνει τη ζωή των φτωχών και αδύναμων ανθρώπων. Μια ανήλικη μητέρα, χωρίς σύζυγο, θα γνώριζε την καταδίκη της κοινωνίας, ακόμη κι αν δεν είχε βλάψει το μωρό της. Φοβισμένη, εντελώς μόνη, χωρίς παιδεία και χωρίς ψυχική δύναμη, φτάνει σ’ ένα αποτρόπαιο έγκλημα.
Αντιστοίχως, ωστόσο, και ο Βιζυηνός μας παρέχει πληροφορίες για την καταπίεση που βίωναν οι γυναίκες∙ για την έλλειψη ιατρικής περίθαλψης (παρομοίως η Μαρία Φαρράρ θα καταφύγει σε μια γριά να της κάνει ενέσεις -την οποία και θα πληρώσει κανονικά, παρά την έλλειψη αποτελέσματος, όπως κι η μητέρα πληρώνει τον αυτόκλητο μα αναποτελεσματικό γιατρό-, κι ύστερα θα προσπαθεί με «τσίπουρο και πιπέρι» να τερματίσει την εγκυμοσύνη της)∙ για την έλλειψη μόρφωσης των ανθρώπων και τις δεισιδαιμονίες που κυριαρχούσαν στη σκέψη τους∙ για τη φτώχεια και τις πιεστικές ανάγκες που έκαναν τη ζωή τους πολλαπλά δυσκολότερη.


Γεώργιος Βιζυηνός «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» παραλληλίες με «Το αμάρτημα της μητρός μου»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Davorin Mance

Γεώργιος Βιζυηνός «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» παραλληλίες με «Το αμάρτημα της μητρός μου»

Ο Βιζυηνός ακολουθεί και στο διήγημα «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» την αφηγηματική επιλογή των εισαγωγικών ενοτήτων του αμαρτήματος∙ έχουμε δηλαδή κι εδώ έναν ομοδιηγητικό δραματοποιημένο αφηγητή που αφηγείται τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας με εσωτερική εστίαση, αντικρίζοντάς τα απ’ την οπτική γωνία της παιδικής του συνείδησης. Επιλογή που του επιτρέπει να αποδώσει τα γεγονότα και τα συναισθήματα που τα συνόδευσαν, όπως τα βίωσε τότε, διατηρώντας ανέπαφη την άγνοιά του -και μαζί το ενδιαφέρον των αναγνωστών- για βασικά σημεία που, αν τα γνώριζε εξαρχής, θα του είχαν επιτρέψει μια τελείως διαφορετική αντιμετώπιση.   
Έτσι, όπως η άγνοια για το αμάρτημα της μητρός του, τον οδηγεί σε ποικίλες παρερμηνείες, καθώς βρίσκεται σε κατάσταση πλάνης, αντίστοιχα η άγνοια για το μόνο ταξίδι του παππού του τον ωθεί να πιστέψει τις πολλές μα αναληθείς διηγήσεις του, σχηματίζοντας λανθασμένες προσδοκίες για τον κόσμο και την πραγματικότητα.

«Το αμάρτημα της μητρός μου»
«Σχέδια περί του μέλλοντος ημών εγίνοντο και επεθεωρούντο καθ’ εσπέραν παρά την εστίαν. Ο μεγαλείτερός μου αδελφός ώφειλε να μάθη την τέχνην του πατρός μας, διά να λάβη εν τη οικογενεία τον τόπον εκείνου. Εγώ έμελλον ή μάλλον ήθελον να ξενιτευθώ, και ούτω καθεξής. Αλλά προ τούτου έπρεπε να μάθωμεν όλοι τα γράμματά μας, έπρεπε να ξεσχολήσωμεν. Διότι, έλεγεν η μήτηρ μας, άνθρωπος αγράμματος, ξύλον απελέκητον.»

«Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»
«Ότε μ’ εστρατολόγουν δια το έντιμον των ραπτών επάγγελμα, ουδεμία υπόσχεσίς των ενεποίησεν επί της παιδικής μου φαντασίας τόσον γοητευτικήν εντύπωσιν, όσον η διαβεβαίωσις, ότι εν Κωνσταντινουπόλει έμελλον να ράπτω τα φορέματα της θυγατρός του Βασιλέως.
    Εγνώριζον πολύ καλά ότι “οι βασιλοπούλαις” έχουν εξαιρετικήν τινα αδυναμίαν εις τα ραφτόπουλα, μάλιστα, όταν αυτά ηξεύρουν να τραγουδούν τους επαίνους των θελγήτρων αυτών, ενώ ράπτουν τα “βλατιά”, με τα οποία στολίζουσι τα κάλλη των.»

Η πολύχρονη απουσία του αφηγητή, όπως καταγράφεται στο αμάρτημα, ξεκινά με το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα μάθαινε το επάγγελμα «των ραπτών». Η διατύπωση του αφηγητή στο αμάρτημα, ότι ήθελε να ξενιτευτεί, η οποία δίνεται χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις, βρίσκει την αιτιολόγησή της στις εισαγωγικές γραμμές του παράλληλου κειμένου. Το μικρό παιδί πείθεται πως αξίζει να φύγει απ’ τη γενέτειρά του δεχόμενο διάφορες υποσχέσεις εκ των οποίων εκείνη που βαρύνει εν τέλει περισσότερο είναι πως στην Κωνσταντινούπολη θα ράβει τα ρούχα της κόρης του Βασιλιά, καθώς γνώριζε -απ’ τις διηγήσεις του παππού του- πως οι βασιλοπούλες είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στα ραφτόπουλα.
Στο μόνον της ζωής του ταξείδιον, η αφέλεια και η αθωότητα του μικρού παιδιού δίνονται με εμφατικό τρόπο, μιας και μεγάλο μέρος του διηγήματος καλύπτεται απ’ τις φανταστικές του προσδοκίες, που έχουν βέβαια γεννηθεί μέσα από τις διάφορες ιστορίες του παππού του. Ο παππούς αποτελεί για το παιδί-αφηγητή μιαν αναμφισβήτητη αυθεντία, και φυσικά τη μοναδική πηγή γνώσεων για το πώς είναι ο κόσμος πέρα από τη μικρή τους πόλη. Τόσο ο παππούς, όσο και η μητέρα θα τεθούν σε αμφισβήτηση και θα χάσουν το πρότερο κύρος τους στα μάτια του παιδιού, καθώς σταδιακά θα επέρχεται η απώλεια της παιδικότητας.

«Το αμάρτημα της μητρός μου»
«Ενθυμούμαι ακόμη οποίαν εντύπωσιν έκαμεν επί της παιδικής μου φαντασίας η πρώτη εν τη εκκλησία διανυκτέρευσις.
     Το αμυδρόν φως των έμπροσθεν του εικονοστασίου λύχνων, μόλις εξαρκούν να φωτίζη αυτό και τας προ αυτού βαθμίδας, καθίστα το περί ημάς σκότος έτι υποπτότερον και φοβερώτερον, παρά εάν ήμεθα όλως διόλου εις τα σκοτεινά.
     Οσάκις το φλογίδιον μιας κανδύλας έτρεμε, μοι εφαίνετο, πως ο Άγιος επί της απέναντι εικόνος ήρχιζε να ζωντανεύη, και εσάλευε, προσπαθών ν’ αποσπαθή από τας σανίδας, και καταβή επί του εδάφους, με τα φαρδυά και κόκκινά του φορέματα, με τον στέφανον περί την κεφαλήν, και με τους ατενείς οφθαλμούς επί του ωχρού και απαθούς προσώπου του.
     Οσάκις πάλιν ο ψυχρός άνεμος εσύριζε διά των υψηλών παραθύρων, σείων θορυβωδώς τας μικράς αυτών υέλους, ενόμιζον, ότι οι περί την εκκλησίαν νεκροί ανερριχώντο τους τοίχους και προσεπάθουν να εισδύσωσιν εις αυτήν. Και τρέμων εκ φρίκης, έβλεπον ενίοτε αντικρύ μου ένα σκελετόν, όστις ήπλωνε να θερμάνη τας ασάρκους του χείρας επί του μαγκαλίου, το οποίον έκαιε προ ημών.»  

«Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»
«Ήτο φθινόπωρον και ήρχιζεν ήδη να καλονυκτώνη· ψυχροί πλέον οι άνεμοι εσύριζον δια των αραιών του δάσους δένδρων, ταράσσοντες τον ριγηλόν ύπνον των ημιγύμνων αυτών κλαδίων, αφ’ ων, κλαυθμηρώς γογγύζοντα, εστροβιλίζοντο επί του εδάφους αναρίθμητα φύλλα. Κατά τοιαύτας νύκτας, η εκ διαλειμμάτων όπισθεν θολερών συννέφων προφαίνουσα σελήνη, αυξάνουσα την αγρίαν μελαγχολίαν της Φύσεως δια των ωχρών, των “νεκροχλώμων” αυτής επιχρώσεων, αντί να παρηγορήση, πληροί την καρδίαν του οδοιπόρου αορίστων φόβων και επανειλημμένων φρικιάσεων. Την αγριότητα του ημετέρου ταξειδίου επηύξανεν η ανώμαλος ταχύτης, μεθ’ ης ο υψηλός ημών ίππος παρήλαυνεν έμπροσθεν των εκατέρωθεν της οδού αντικειμένων, πριν ή προφθάσω να διακρίνω τα αμφίβολά των σχήματα προς καθησύχασιν της υπόπτου καρδίας μου. Η διαρκής και επίσημος σιγή του Θύμιου, το απρομελέτητον της οδοιπορίας, ο σκοπός, δι’ ον αύτη εγίνετο, ο τρόπος της φανταστικής εκείνης ιππασίας, εν η κατά μεν το ήμισυ εκρεμάμην από της ζώνης του Θύμιου κατά δε το ήμισυ ελικνιζόμην επί των οπισθίων του ίππου ―ταύτα πάντα ενώ εκράτουν την παιδικήν μου καρδίαν εν διαρκή ανησυχίαν, εξήπτον την φαντασίαν μου μέχρι παραισθησίας.
    Δεν νομίζω να ητένισα κατά την νύκτα εκείνην παραδόξους συμπτώσεις νεφών, των μεν επί των δε φερομένων υπό του ανέμου, χωρίς να τα συμπληρώσω τη βοηθεία του σεληνιακού φωτός και της προκατειλημμένης φαντασίας εις πελώριον σύμπλεγμα παλαιστών αγωνιζομένων τον υπέρ των όλων κίνδυνον. Ο είς με το λευκόν και πολύπτυχον αυτού εσώβρακον ανεμιζόμενον εις τον αέρα, με τα ευρέα, τα κεντητά “μανίκια” του υποκαμίσου του ήτον αναμφιβόλως ο παππούς μου. Ο έτερος με την μακράν και λυτήν αυτού κόμην κυμαινομένην, με τας λευκάς επί των ώμων πτέρυγας, με τον φολιδωτόν του θώρακα περί το στήθος και την φλογίνην ρομφαίαν εις την γυμνήν δεξιάν του, αυτός ήτο βεβαίως ο άγγελος. ― Τόσας φοράς τον είχον ιδεί επί της αριστεράς θύρας του αγίου βήματος εν τη εκκλησία του χωρίου μας.
    Ο καϋμένος ο παππούς! Πώς θα τα βγάλη πέρα με τόσον φοβερόν αντίπαλον!..»

Η είδηση πως ο παππούς παλεύει με τον άγγελο: «Ο παππούς παλεύει με τον άγγελον! ― Αυτό βεβαίως δεν ήτο καλή δουλειά. Αλλ’ ο παππούς γυρεύει και μένα ― Αυτό ήτον ακόμη χειρότερο! Αυτό θα ειπή πως ο παππούς μοναχός του δεν ειμπορεί να τα βγάλη πέρα με τον άγγελο και με καλεί να τον βοηθήσω!», καθιστά αναγκαία την επιστροφή του παιδιού-αφηγητή στη Βιζύη, σε μια νυχτερινή διαδρομή που του γεννά φόβο και εξάπτει τη φαντασία του σε σημείο παραισθησίας. Ο συριγμός του ψυχρού ανέμου, το φως της σελήνης που καλύπτει τα πράγματα μ’ ένα «νεκρόχλωμο» επίχρισμα, δημιουργούν κλίμα φόβου και επανειλημμένων φρικιάσεων. Ενώ, επιπλέον, η σκέψη πως ο παππούς δίνει αγώνα με τον άγγελο, ωθούν τη φαντασία του μικρού παιδιού να βλέπει στους σχηματισμούς των σύννεφων συμπλέγματα παλαιστών, απ’ τους οποίους ο ένας με το πολύπτυχο σώβρακο και τα κεντητά μανίκια ήταν ο παππούς, κι ο άλλος με τα μακριά μαλλιά τις λευκές φτερούγες ήταν ο άγγελος.
Ο φόβος του μικρού παιδιού και τα τρομακτικά παιχνιδίσματα της φαντασίας του μας παραπέμπουν στο αμάρτημα και στην πρώτη διανυκτέρευση στην εκκλησία. Εκεί, ο τρόμος που αισθάνεται ο αφηγητής καθιστά ολοφάνερη την επικράτηση της παιδικής συνείδησης, και καταγράφεται μέσα από εικόνες παραίσθησης και ψευδαίσθησης.
Το αμυδρό φως των λύχνων τρέπει το σκοτάδι του υπόλοιπου χώρου ακόμη πιο ύποπτο -όπως το φως της σελήνης στο παράλληλο κείμενο-, κι αίφνης αρκεί το τρεμάμενο φως της φλόγας ενός καντηλιού για να φανεί στο μικρό παιδί πως ο άγιος της εικόνας ζωντανεύει και προσπαθεί να κατέβει απ’ τον τοίχο της εκκλησίας∙ ή ο συριγμός του ανέμου για να τον κάνει να πιστεύει πως οι νεκροί γύρω απ’ την εκκλησία προσπαθούν ν’ ανέβουν στους εξωτερικούς της τοίχους για να μπουν μέσα, και πως ένας από αυτούς μάλιστα απλώνει τα άσαρκα χέρια του για να τα ζεστάνει στο μαγκάλι.
Η απόδοση αυτών των εικόνων, και στα δύο κείμενα, δίνει εναργέστερα το ευαίσθητο του χαρακτήρα και τους φόβους που συναντώνται σ’ ένα παιδί, καθιστώντας πιο αληθοφανή την πρόθεση του συγγραφέα να παρουσιάσει τα γεγονότα όπως τα είδε και τα έζησε ένα μικρό παιδί.     
[Ας σημειωθεί πως η παραίσθηση είναι η αντίληψη που οφείλεται στην παρερμηνεία ενός εξωτερικού ερεθίσματος (ο άγιος της εικόνας), ενώ ψευδαίσθηση είναι η αντίληψη χωρίς την ύπαρξη κάποιου εξωτερικού ερεθίσματος (ο σκελετός που απλώνει τα χέρια του).]

«Το αμάρτημα της μητρός μου»
«Αλλ’ όλα παρήρχοντο εις μάτην.
     Το παιδίον εχειροτέρευεν αδιακόπως, και η μήτηρ μας εγίνετο ολονέν αγνώριστος. Ενόμιζες, ότι ελησμόνησε πως είχε και άλλα τέκνα.
     Ποίος μας έτρεφε, ποίος μας έπλυνε, ποίος μας εμβάλωνεν ημάς τα αγόρια, ούτε ήθελε καν να το γνωρίζη.
     Μία Σοφηδιώτισσα γραία, προ πολλών ήδη ετών παρισιτούσα εν τω οίκω μας, εφρόντιζε περί ημών, εφ’ όσον τη το επέτρεπεν η μαθουσάλειος αυτής ηλικία.
     Την μητέρα μας δεν την εβλέπομεν ενίοτε ολοκλήρους ημέρας.
...
Ήρχησα λοιπόν να συνέρχωμαι ολίγον κατ’ ολίγον, και ήρχησα να συλλογίζωμαι.
     Ανεκάλεσα εις την μνήμην μου όλας τας προς την μητέρα τρυφερότητας και θωπείας μου. Προσεπάθησα να ενθυμηθώ μήπως της έπταισα ποτέ, μήπως την αδίκησα, αλλά δεν ηδυνήθην. Απεναντίας εύρισκον, ότι αφ’ ότου εγεννήθη αυτή η αδελφή μας, εγώ, όχι μόνον δεν ηγαπήθην, όπως θα το επεθύμουν, αλλά τούτ’ αυτό παρηγκωνιζόμην ολονέν περισσότερον. Ενθυμήθην τότε, και μοι εφάνη ότι εννόησα, διατί ο πατήρ μου εσυνείθιζε να με ονομάζη το αδικημένον του. Και με επήρε το παράπονον και ήρχησα να κλαίω. Ω! είπον, η μητέρα μου δεν με αγαπά και δεν με θέλει! Ποτέ, ποτέ πλέον δεν πηγαίνω εις την εκκλησίαν! Και διηυθύνθην προς την οικίαν μας, περίλυπος και απηλπισμένος.»

«Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»
«Ποτέ δεν αμφέβαλον ότι ο παππούς μου ήτο πολύπειρος, κοσμογυρισμένος άνθρωπος. Αλλ’ οπωσδήποτε επέστρεφον και εγώ από το μακρότερον ―μετά τον Άγιον Τάφον― ταξείδιον, από την Πόλιν. Είχον ιδεί τόσα και τόσα πράγματα. Ενόμιζον λοιπόν, ότι έφερον μετ’ εμαυτού αφηγητικήν ύλην, ικανήν να ενασχολήση επί τινας τουλάχιστον ημέρας την προσοχήν, αν ουχί τον θαυμασμόν του γέροντος. Αλλ’ ότε τον ήκουσα να προφέρη ούτως ακαταδέκτως και περιφρονητικώς εκείνο το «Άς τ’ αυτά!», να διακόπτη τα σπουδαιότερά μου θέματα, ως εάν ήσαν μηδέν δι’ αυτόν, και να αντικαθιστά ταύτα δι’ ιδίων τόσον θαυμαστών, τόσον αγνώστων εις εμέ διηγημάτων, έπαιξα κατησχυμένος υπό το μέγεθος της ανεξαντλήτου κοσμογνωσίας αυτού και δεν ετόλμησα πλέον να είπω τίποτε.
....
― Και τα πράγματα, που είδες παππού, και ξεύρεις; ― ηρώτησα εγώ τότε εν μεγίστη απορία. ― Στην χώρα που ψήν’ ο ήλιος το ψωμί εκεί κοντά που ζουν οι Σκυλοκέφαλοι, πότε επήγες, παππού;
    ― Ω! είπεν εκείνος τότε. Αυτού, ψυχή μου, δεν επήγα· με τ’ αφηγήθηκε η γιαγιά μου, όταν μ’ εμάθαινε να πλέκω.
    ― Και στης θάλασσας τον αφαλό, παππού, που βγαίνει η Φώκια και πιάνει τα καράβια, και τα ρωτά για τον Αλέξανδρο τον βασιλέα; Κ’ εκεί δεν επήγες;
    ― Όχι, ψυχή μου! Κι αυτό με τ’ αφηγήθηκ’ η γιαγιά μου.
    ― Και στο σπήλαιο, παππού, που είν’ η Μάγισσα, που μαρμαρώνει τους ανθρώπους, κ’ εκεί δεν επήγες;
    ― Όχι, ψυχή μου! Η γιαγιά μου, με τ’ αφηγήθηκε, η γιαγιά μου.
    Απερίγραπτος είναι η αύξουσα έντασις της απογοητεύσεώς μου ανά πάσαν αυτού απόκρισιν. Όλη λοιπόν η μεγάλη εκείνη ιδέα μου περί των ταξειδίων του παππού, όλη μου η προς αυτόν υπόληψις κ’ εμπιστoσύνη δια την κοσμογνωσίαν και πολυπειρίαν του περιωρίζετο έξαφνα εις τας διηγήσεις, δηλαδή τα παραμύθια, τα οποία ήκουσεν από την μάμμην του, καθ’ ον χρόνoν είχε την αφέλειαν να πιστεύη ο πτωχός και το ότι ήτο θηλυκού και ουχί αρσενικού γένους! Απελπισία και αγανάκτησις κατείχε την καρδίαν μου.»

Η μητέρα και ο παππούς είναι δύο πολύ σημαντικά πρόσωπα στη ζωή του μικρού παιδιού. Η αγάπη και η αφοσίωση που τους έχει είναι απεριόριστη, όπως άλλωστε και η εμπιστοσύνη του στη δική τους αγάπη, στο κύρος και στην ειλικρίνειά τους. Αποτελούν, επομένως, δύο πολύτιμες σταθερές, δύο σημεία αναφοράς για την ύπαρξη του μικρού παιδιού, αλλά και για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της ψυχολογίας του. Ωστόσο, και στα δύο κείμενα, καθίσταται σαφές πως το πέρασμα του μικρού παιδιού απ’ την παιδική αθωότητα στη σταδιακή ωρίμανση επιτυγχάνεται μέσα απ’ την αποκαθήλωση και την αποδόμηση των δύο αυτών προτύπων.  
Η μητέρα, για την οποία ο αφηγητής θεωρεί πως αγαπά με τον ίδιο τρόπο όλα της τα παιδιά, αδιαφορεί ολοένα και περισσότερο για τα αγόρια της στρέφοντας την προσοχή και το ενδιαφέρον της προς την άρρωστη Αννιώ. Φτάνει, μάλιστα, στο σημείο να προσφέρει τον Γιωργή στον Θεό ως αντάλλαγμα για την άρρωστη αυτή κόρη. Έρχεται, έτσι, το παιδί-αφηγητής αντιμέτωπο με τη σκληρή συνειδητοποίηση πως η μητέρα του, όχι μόνο δεν έχει την ίδια αγάπη για όλα της τα παιδιά, αλλά πολύ περισσότερο είναι πρόθυμη ακόμη και να στερηθεί την ύπαρξη του ίδιου για χάρη της Αννιώς. Καθώς συνδυάζει στη σκέψη του την αδιαφορία της μητέρας με την προσευχή και το αίτημά της προς τον Θεό, η εμπιστοσύνη του σε αυτήν και στα συναισθήματά της κλονίζεται πικραίνοντας το μικρό παιδί.
Αντιστοίχως, η εντύπωση πως ο παππούς έχει κάνει πολλά και σημαντικά ταξίδια, και πως είναι ένας πολύπειρος άνθρωπος, δεν επαρκεί για να καλύψει την απογοήτευσή του παιδιού απ’ την αδιαφορία που δείχνει ο γέροντας στις διηγήσεις του από την Πόλη. Το μικρό παιδί αρχίζει να απογοητεύεται από τη στάση του παππού, μέχρι που μαθαίνει από την εξομολόγησή του πως στην πραγματικότητα δεν έχει κάνει κανένα από αυτά τα ταξίδια που του διηγούταν, και πως όλα όσα του έλεγε τα είχε ακούσει απ’ τη δική του γιαγιά όταν κι εκείνος ήταν μικρός.
Το μικρό παιδί συνειδητοποιεί ξαφνικά πως όλα όσα πίστευε ως αληθινά μέχρι τότε δεν ήταν παρά μυθεύματα και παραμύθια, κι ακόμη περισσότερο πως ο παππούς του που τόσο τον θαύμαζε δεν είχε ζήσει τίποτε απ’ όσα εκπληκτικά του περιέγραφε. Ο παππούς είχε περάσει τη ζωή του αρχικά νομίζοντας πως είναι κορίτσι  -πρωτοβουλία των γονιών του για να τον διαφυλάξουν απ’ το παιδομάζωμα των Τούρκων-, κι ύστερα δέσμιος της πολύ ισχυρότερης και πολύ δυναμικότερης γυναίκας του, αφήνοντας εκείνη να κάνει όλα τα ταξίδια που ο ίδιος επιθύμησε και σχεδίασε. Ακόμη και το ταξίδι της γιαγιάς στους Άγιους Τόπους, για το οποίο γίνεται αναφορά στο αμάρτημα, ήταν προορισμένο να γίνει από τον παππού.
Το παιδί-αφηγητής έρχεται αντιμέτωπο με την ανειλικρίνεια και τα λάθη των πιο αγαπημένων του ανθρώπων, μαθαίνοντας με πικρό τρόπο πως η ζωή και οι άνθρωποι δεν είναι όπως τους νόμιζε. Μια πρόγευση της πραγματικότητας που το ωθούν στην ωρίμανση και στην απώλεια της παιδικής του αθωότητας και τυφλής εμπιστοσύνης.

«Το αμάρτημα της μητρός μου»
«Και με έβαλε να γονατίσω πλησίον της.
     – Έλα πατέρα – να με πάρης εμένα – για να γιάνη το Αννιώ! – ανεφώνησα εγώ διακοπτόμενος υπό των λυγμών μου. Και έρριψα επί της μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, διά να τη δείξω πως γνωρίζω, ότι παρακαλεί ν’ αποθάνω εγώ αντί της αδελφής μου. Δεν ησθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτροπόπως εκορύφωνα την απελπισίαν της! Πιστεύω να μ’ εσυγχώρησεν. Ήμην πολύ μικρός τότε, και δεν ηδυνάμην να εννοήσω την καρδίαν της.»

«Το μόνον της ζωής του ταξείδιον»
«Αλλά λοιπόν αι κακουχίαι και τα βάσανα, όσα υπέστην, και όσα έμελλον να υποστώ, με την γλυκείαν ελπίδα, να επιστρέψω ποτέ εις το χωρίον με μίαν βασιλοπούλαν εις το πλευρόν μου, επήγαινεν εις τα χαμένα; επήγαν δια τίποτε; Καλά, παππού! Αν με διης και σύ ποτε να ξαναπιάσω βελόνι, πες πως είμαι θηλυκός και δεν το ξεύρω!
    Και τον ενδιάθετον τούτον λόγον ητοιμαζόμην να προφέρω, ελέγχων συγχρόνως τον παππούν, διότι έγεινεν αιτία να υπάγω εις την Πόλιν να κακουχηθώ επί ματαίω. Αλλ’ ότε, υψώσας τους οφθαλμούς, είδον τον παππούν με το ονειροπολούν αυτού βλέμμα διαρκώς προσηλωμένον μακράν επί της κoρυφής του κωνοειδούς εκείνου χώματος, από του οποίου ήλπισέ ποτε να εισέλθη εις τα ουράνια, δεν ηξεύρω ποία μυστηριώδης δύναμις εδέσμευσε την φωνήν επί της γλώσσης μου.»

Η πικρία κι η απογοήτευση που αισθάνεται το παιδί-αφηγητής απέναντι στ’ αγαπημένα του πρόσωπα, θα εκδηλωθεί με διαφορετικό τρόπο στα δύο διηγήματα. Έτσι, στο αμάρτημα το μικρό παιδί θα θελήσει να πληγώσει τη μητέρα του προσευχόμενο στον νεκρό του πατέρα να έρθει να τον πάρει για να σωθεί η Αννιώ∙ κάτι για το οποίο μετάνιωσε αργότερα, όταν ως ενήλικας πια είχε μάθει κι είχε καταλάβει τα κίνητρα της μητέρας του. Ενώ, στο μόνον της ζωής του ταξείδιον, παρόλο που θέλει να εκφράσει στον παππού του την αγανάκτησή του που με ψευδείς υποσχέσεις τον είχε ωθήσει να πάει στην Κωνσταντινούπολη και να ταλαιπωρείται -με την ελπίδα πως τάχα θα γύριζε πίσω έχοντας πλάι του μια βασιλοπούλα- τελευταία στιγμή συγκρατείται και δεν λέει τίποτα. Θέλει να του πει πως δεν πρόκειται ποτέ πια να πιάσει στα χέρια του βελόνα, ωστόσο βλέποντας το ονειροπόλο βλέμμα του παππού και συναισθανόμενος πως ο αγαπημένος γέροντας έχει ήδη περάσει μια ζωή ανέλπιστων στερήσεων και απογοητεύσεων, κατανοεί πως είναι μάταιο να του εκφράσει και τα δικά του παράπονα.
Η πλήρης συγχώρεση για την αδιανόητη τότε σκληρότητα της μητέρας θα αργήσει να έρθει, και θα χρειαστεί μια ειλικρινή εξομολόγηση από μέρους της, όπως αυτή που προσέφερε ο παππούς στο παιδί-αφηγητή. Αντιθέτως, η συγχώρεση για τον παππού κι η κατανόηση για τα δικά του κίνητρα επήλθε νωρίς, καθώς ο γέροντας δεν δίστασε, έστω και στο κλείσιμο της ζωής του, να μιλήσει με ειλικρίνεια στο παιδί και να του αποκαλύψει την έκταση των δικών του διαψεύσεων και τον καημό για τα δικά του ανεκπλήρωτα ταξίδια.  

Παράλληλα κείμενα στο Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Dorothy Maier

Παράλληλα κείμενα στο Αμάρτημα της μητρός μου

Γεώργιος Βιζυηνός Το ἁμάρτημα τῆς μητρός μου (απόσπασμα)
[...] Ἡ ἀσθενής δέν ἐκοιμᾶτο, ἀλλά δέν ἦτο καί ὅλως διόλου ἔξυπνος. Τά βλέφαρά της ἦσαν ἡμίκλειστα· οἱ δέ ὀφθαλμοί της, ἐφ’ ὅσον διεφαίνοντο, ἐξέπεμπον παράδοξόν τινα λάμψιν διά μέσου τῶν πυκνῶν καί μελανῶν αὐτῶν βλεφαρίδων.
.....
Αἱ οἰκονομικαί μας δυσχέρειαι ἐκορυφώθησαν, ὅταν ἐπῆλθεν ἀνομβρία εἰς τήν χώραν καί ἀνέβησαν αἱ τιμαί τῶν τροφίμων. Ἀλλ’ ἡ μήτηρ, ἀντί ν’ ἀπελπισθῇ περί τῆς διατροφῆς ἡμῶν αὐτῶν, ἐπηύξησε τόν ἀριθμόν μας δι’ ἑνός ξένου κορασίου, τό ὁποῖον μετά μακράς προσπαθείας κατώρθωσε να υἱοθετήσῃ. [...]

Στα αποσπάσματα των κειμένων του Γ. Βιζυηνού και του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου που σας δίνονται, να εντοπίσετε και να σχολιάσετε πέντε (5) ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο.

Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά
[...] Ένα χρόνο αργότερα ο θάνατος μπήκε στο σπίτι. Αυτό μήτε που τόχε συλλογιστεί. Το τρίτο παιδί, το γελούμενο αγοράκι, έπεσε στο κρεβάτι με τύφο. Ο πατέρας δεν έβαλε κακό με το νου του. Εκείνος δεν έβαζε ποτέ το κακό.
—Αρρώστια είναι και θα περάσει, έλεγε. Δεν έχουμε κάμει συμβόλαιο με το Θεό, να είμαστε πάντα γεροί.
Μα η μητέρα φιδοφαγώθηκε. Νύχτα μέρα καθόταν στο κρεβάτι του άρρωστου παιδιού, με το ζόρι έτρωγε μια μπουκιά, με το ζόρι κοιμόταν μια δυο ώρες. Κ’ ήταν φθινόπωρο και τότε, σ’ έν’ άλλο σπίτι, σε μια στενόχωρη κάμαρη. Το παιδί φλεγόταν από τον πυρετό, σπάραζε και παραμιλούσε. Το άσπρο του προσωπάκι ήταν σκαμένο, τα ματάκια του απόχτησαν ολόμαυρα στεφάνια γύρω τους. Ο γιατρός ερχόταν κάθε μέρα, έπαιρνε το τάληρό του κ’ έφευγε. Κι όλο «αύριο θα ιδούμε» κι «αύριο θα ιδούμε» ψιθύριζε, ίσαμε που ήρθε η ώρα χωρίς αύριο.
Ο Άγγελος στεκόταν συλλογισμένος μπροστά στο νεκρό αδερφό και πότε κοιτούσε τα κίτρινα κεριά που γέμιζαν μαύρο καπνό το δωμάτιο, πότε στύλωνε τη ματιά του στα σταυρωμένα χεράκια, στο κέρινο προσωπάκι του νεκρού αδερφού κ’ ήταν πάλι χαμένος και δε μπορούσε να καταλάβει τίποτε. Η μητέρα δερνόταν, έσκιζε τα μάγουλά της με τα νύχια της, θρηνούσε απαρηγόρητα. Ο πατέρας, ανάμεσα σε δυο τρεις άλλους άντρες, έκλαιγε σα να ήταν συναχωμένος. Μια γειτόνισσα σχολίαζε το περιστατικό, πίσω από τη ράχη του Άγγελου:
— Ακούς εκεί να χάσουν το παιδί μέσ’ απ’ τα χέρια τους, χωρίς λόγο! Σα να μην είναι ο κόσμος γεμάτος κλινικές, μόνε τ’ αφήσανε σ’ αυτόν τον ξυλοσκίστη και τους το πέθανε!
— Τι να σου κάνουν, αποκρινότανε κάποια άλλη, φτωχοί άνθρωποι κι άπραγοι! Τι να σου κάνουν! Δεν το ξέρεις πως η φτώχια κουτιαίνει τον άνθρωπο;
— Με συχωρείς, κυρία μου, ξανάλεγε η πρώτη, πολύ να με συχωρείς! μήπως κ’ εμείς δεν είμαστε μεροκαματιάρηδες; Μα σαν αρρώστησε η Αννίκα μου, σκίσαμε τα βουνά να τη σώσουμε! Σπαράζεται η καρδιά μου ν’ ακούω αυτή τη δυστυχισμένη τη μάνα να δέρνεται. Τον ξέρω εγώ τον πόνο της μάνας. [...]

Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά (επιμ. Θ. Πυλαρινός), Εκδόσεις της σχολής Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου [Αθήνα 2002], σσ. 32-33.

Ανάμεσα στα δύο κείμενα διακρίνουμε, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες ομοιότητες:
α) Η ασθένεια και ο θάνατος ενός μικρού παιδιού, που φέρνει μεγάλο πόνο στην οικογένεια. Στο απόσπασμα από το Αμάρτημα, η μητέρα έχει ήδη δοκιμάσει κάθε δυνατό τρόπο για τη σωτηρία του παιδιού της κι έχει καταφύγει στην τελευταία της προσπάθεια, την επίκληση της ψυχής του νεκρού πατέρα.
Στο μυθιστόρημα του Παναγιωτόπουλου η ασθένεια του μικρού αγοριού θα συνοδευτεί από τις ακαταπόνητες προσπάθειες της μητέρας του να το φροντίσει και να το διαφυλάξει, χωρίς όμως να κατορθώσει να το γλιτώσει από το πρόωρο τέλος του.
β) Οι επισκέψεις του γιατρού, που δεν παρέλειπε ποτέ να λαμβάνει την πληρωμή του, έστω κι αν δεν παρείχε την αναγκαία ίαση στο άρρωστο παιδί.
Στο αμάρτημα της μητρός μου, ο αφηγητής σχολιάζει πως η χρηματική περιουσία της οικογένειας καταναλώθηκε σε γιατρούς και γιατρικά, σε μάγους και μάγισσες, οι οποίοι περισσότερο εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη και τον πόνο της μητέρας, παρά είχαν να προσφέρουν κάποια ουσιαστική θεραπεία στη μικρή Αννιώ.
Με παρόμοιο τρόπο, στο μυθιστόρημα «Αστροφεγγιά» ο γιατρός επισκεπτόταν το άρρωστο παιδί καθημερινά, δεχόμενος πάντοτε ένα τάλιρο ως αμοιβή, αλλά όπως φαίνεται από την κατάληξη του παιδιού κι από το σχόλιο της γειτόνισσας πως επρόκειτο για έναν «ξυλοσκίστη» (τεχνίτης αδέξιος και αμαθής), ο γιατρός αυτός δεν είχε τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για να σώσει το άρρωστο παιδί.
γ) Ο ασυγκράτητος θρήνος της μητέρας μετά το θάνατο του παιδιού της.
Στα δύο κείμενα οι δύο μανάδες μετά το θάνατο του παιδιού τους ξεσπούν σ’ έντονο θρήνο, καθώς έχουν χάσει κι οι δύο πολύ μικρά παιδιά και μάλιστα παρά τις συνεχείς προσπάθειές τους να τα διασώσουν απ’ το άδικο αυτό τέλος. Χωρίς να δίνουν σημασία στους ανθρώπους γύρω τους περιέρχονται σ’ ένα απαρηγόρητο πένθος, μιας και βιώνουν τη μεγαλύτερη απώλεια που μπορεί να γνωρίσει μια μητέρα.
δ) Τα σχόλια των γυναικών της γειτονιάς.
Παρά το γεγονός ότι ο θάνατος του μικρού παιδιού αποτελεί μια πολύ προσωπική απώλεια για τη μητέρα, δεν παύει στις κλειστές κοινωνίες να γίνεται ένα ζήτημα που απασχολεί και τα πρόσωπα που ζουν κοντά στη θρηνούσα οικογένεια. Στα δύο κείμενα εντούτοις υπάρχει μια σημαντική διαφοροποίηση, υπό την έννοια πως ενώ στο Αμάρτημα οι γειτόνισσες έρχονται να παρηγορήσουν τη μητέρα, στο Αστροφεγγιά διατυπώνονται κι επικριτικές κρίσεις για την αδυναμία της οικογένειας να προφυλάξει το άρρωστο παιδί.
ε) Η παρουσία του μικρού αδερφού που αντικρίζει το νεκρό παιδί.
Και στα δύο κείμενα δηλώνεται η παρουσία ενός μικρής ηλικίας αδελφού που παρατηρεί το θάνατο του άρρωστου παιδιού. Στο απόσπασμα από το Αμάρτημα της μητρός μου, ο Γιωργής παρατηρεί τις τελευταίες στιγμές της αδερφής του και την ύστατη προσπάθεια της μητέρας να φέρει το άρρωστο παιδί της σ’ επαφή με την ψυχή του νεκρού πατέρα. Η παρουσία του Γιωργή γίνεται αισθητή κυρίως μέσα από τα σχόλιά του «Τό καϋμένο μας τό Ἀννιώ! ἐγλύτωσεν ἀπό τά βάσανά του!».
Στο μυθιστόρημα του Παναγιωτόπουλου ο μικρός αδερφός παρατηρεί άφωνος και μπερδεμένος το υποβλητικό σκηνικό που δημιουργούν τ’ αναμμένα κεριά και το άψυχο σώμα του αδερφού του.

Γεώργιος Βιζυηνός Τό ἁμάρτημα τῆς μητρός μου (απόσπασμα)
Ἐνθυμοῦμαι ἀκόμη ὁποίαν ἐντύπωσιν ἔκαμεν ἐπί τῆς παιδικῆς μου φαντασίας ἡ πρώτη ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ διανυκτέρευσις.
.....
Καί μέ ἐπῆρε τό παράπονον καί ἤρχισα νά κλαίω. Ὤ! εἶπον, ἡ μητέρα μου δέν μέ ἀγαπᾷ καί δέν μέ θέλει! Ποτέ, ποτέ πλέον δέν πηγαίνω εἰς τήν ἐκκλησίαν! Καί διηυθύνθην πρός τήν οἰκίαν μας, περίλυπος καί ἀπηλπισμένος.

Να συγκρίνετε τα συναισθήματα που τρέφει ο συγγραφέας για τη μητέρα του στο απόσπασμα που σας δόθηκε και στο πιο κάτω ποίημά του.

Γεώργιος Βιζυηνός «Στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά»

Για ευτυχία εμβήκα, για ζωής χαρά,
κ’ εγώ σ’ αυτή την πλάσι, καθώς άλλοι
παιδί την έχω αδράξει μ’ ελαφρά φτερά,
σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που θάλλει.
Κι αν ευτυχή κανένας δεν μ’ εκάλει,
χαρά το είχα καν το βράδυ στη φωλιά
αμέριμνο να γέρνω το κεφάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Παλληκαράκι, πλιότερο από μια φορά
η ελπίδα και του πόθου η παραζάλη,
απ’ της ζωής μ’ εσύραν τα ρηχά νερά
και της ξανθής αγάπης μου τα κάλλη
η ευτυχία, μ’ είπαν, θα προβάλη.
Μα, απέθανε η χαριτωμένη κοπελλιά,
και, ναυαγός, ευρήκα παραγιάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Λεβέντης, εξερρίζωνα τα γλυκερά
αισθήματα από την καρδιά που πάλλει
κι’ αν ρίπτω της πικρής αλήθειας τη σπορά,
αχ, πότε, πότε ένα καρπό θα βγάλη.
Του βίου μ’ εγονάτισεν η πάλη
λαχτάρησα ησυχία μια σταλιά,
μα δεν την έχω πια, να γείρω πάλι
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

Ω Φύσις, δέσποινά μου και μεγάλη,
δεν έχω πια στον κόσμο αυτό δουλειά.
Η αγάπη σου στον τάφο πια ας με βάλη,
στην αγιασμένη της μαννούλας μου αγκαλιά.

(Τα Άπαντα του Γεωργίου Βιζυηνού. Πρόλογος Σπύρου Μελά.[...] [Αθήνα:] Εκδοτικός οίκος «Βίβλος» [1955], σ. 723).

Στο ποίημά του ο Βιζυηνός παρουσιάζει την ιδιαίτερη αξία που είχε πάντοτε η αγάπη της μητέρας του στη ζωή του. Η αγιασμένη αγκαλιά της μητέρας του ήταν πηγή χαράς στα παιδικά του χρόνια κι ασφαλές καταφύγιο στα νεανικά του χρόνια. Ενώ, στα χρόνια της ωριμότητάς του, που η μητέρα του δεν υπάρχει πια, η έλλειψή της αποτελεί μεγάλο πόνο για τον ποιητή. Απογοητευμένος και καταβεβλημένος απ’ τις δυσκολίες της ζωής αποζητά την αγκαλιά της μητέρα του, για να βρει λίγες στιγμές ησυχίας, αλλά εκείνη δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Έτσι, ο ποιητής σε μια στιγμή ιδιαίτερης συναισθηματικής φόρτισης ζητά απ’ τη μητέρα φύση να του στερήσει κι εκείνου τη ζωή, ώστε να βρεθεί και πάλι στην αγκαλιά της μητέρας του. 
Η μεγάλη αγάπη που έχει ο Βιζυηνός για τη μητέρα του γίνεται αντιληπτή, όχι μόνο στο ποίημά του, αλλά και στα πλαίσια του διηγήματός του, όπου παρά το γεγονός ότι εκείνη στρέφει την προσοχή της αποκλειστικά στην άρρωστη κόρη της, ο μικρός αφηγητής δεν παύει να προσπαθεί με κάθε τρόπο να τη βοηθά και να διεκδικεί την προσοχή της. Έτσι, αν και φοβάται πάρα πολύ να μένει στην εκκλησία, κρύβει το φόβο του κι εκτελεί με κάθε προθυμία τα καθήκοντά του, θέλοντας να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο αρεστός στη μητέρα του.
Η ένταση της αγάπης του, άλλωστε, θα φανεί με ιδιαίτερα δραματικό τρόπο, όταν ακούγοντας την προσευχή της μητέρας του και το αίτημά της προς το Θεό να σώσει την Αννιώ παίρνοντας στη θέση της εκείνον, θα αισθανθεί τον κόσμο του να καταρρέει. Παρά τις προσπάθειές του να είναι πάντοτε αρεστός στη μητέρα του και παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν έκανε τίποτε να την αδικήσει, εκείνη έδειχνε διαρκώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη μικρή αδερφή του. Μετά, μάλιστα, απ’ το άκουσμα της προσευχής της, δεν του μένει πια καμία αμφιβολία πως εκείνη δεν τον αγαπά.
Οι διαπιστώσεις αυτές θα πικράνουν υπέρμετρα τον μικρό αφηγητή, όχι γιατί δεν αγαπά τη μητέρα του, αλλά απεναντίας γιατί δεν έπαψε ποτέ να τη λατρεύει και να αποζητά την προσοχή και το ενδιαφέρον της. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η προσευχή της θα του προκαλέσει μεγάλο πόνο, το μικρό παιδί δε σταματά ποτέ ν’ αγαπά τη μητέρα του, έστω κι αν παύει να είναι βέβαιο για τα δικά της συναισθήματα.
Είναι εύλογο, λοιπόν, πως και στα δύο κείμενα τα συναισθήματα του Βιζυηνού για τη μητέρα του παραμένουν ίδια, μιας και σε κάθε περίοδο της ζωής του, τη θεωρεί ως το σημαντικότερο πρόσωπο της ζωής του.

Κωστής Παλαμάς «Ο Τάφος», ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tarak Mahadi

Κωστής Παλαμάς «Ο Τάφος», ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Και μου φάνταξες εσύ
Κριτής μαζί και θύμα,
Κ’ είμουν ο ένοχος εγώ
Με το μεγάλο κρίμα.

Από το μακάριο
Μηδέν εγώ στο κύμα
Σ’ έφερα, εγώ σ’ έπνιξα...
Ω το μεγάλο κρίμα!

Που είστε δάκρυα των αγνών;
Ω μαύρε φονιά, τρέμε,
Ω φονιά, γονάτισε...
- Κριτή, συχώρεσέ με!

(απόσπασμα)

Το 1897 πεθαίνει σε πολύ μικρή ηλικία ο γιος του Κωστή Παλαμά, Άλκης, και η απώλεια αυτή πληγώνει βαθύτατα τον ποιητή, ο οποίος με συγκλονιστικό τρόπο καταγράφει τα συναισθήματά του στην ελεγειακού χαρακτήρα ποιητική του σύνθεση «Ο Τάφος».
Ο θρήνος του ποιητή που χρωματίζεται με ποικίλους τόνους, φτάνει σε δραματική κορύφωση όταν ο ποιητής-πατέρας αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί στο γιο του, θεωρώντας τον εαυτό του μοναδικό υπεύθυνο για τον πρόωρο χαμό του μικρού παιδιού. Ο Παλαμάς αντικρίζει το παιδί του, όχι μόνο ως το αθώο θύμα, αλλά και ως τον κριτή που θα αποφασίσει για την ενοχή του. Η ευθύνη που αναλαμβάνει ο ποιητής μάλιστα είναι καθολική, μιας και θεωρεί πως εφόσον έφερε στη ζωή το μικρό παιδί, ήταν υπεύθυνος και να το προφυλάξει, οπότε ο θάνατος του παιδιού βαρύνει τον ίδιο, σαν να το είχε θανατώσει με τα ίδια του τα χέρια.

Ιζαμπέλ Αλιέντε «Πάουλα», ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Joyce Ann Burton-Sousa

Ιζαμπέλ Αλιέντε «Πάουλα», ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Το Δεκέμβρη του 1991 η Πάουλα, η κόρη της Ιζαμπέλ Αλιέντε, θα αρρωστήσει και λίγο καιρό μετά θα πέσει σε κώμα. Η πολύμηνη παράταση αυτής της κατάστασης και η σταδιακή συνειδητοποίηση πως η κόρη της δεν πρόκειται να επανέλθει ποτέ, οδηγούν τη συγγραφέα στην απελπισία.

«Πνίγομαι από συγκρατημένο πόνο, βγαίνω στη βεράντα και ο αέρας δεν μου φτάνει για τόσα αναφιλητά, η βροχή δεν μου φτάνει για τόσα δάκρυα. Τότε παίρνω το αυτοκίνητο, απομακρύνομαι προς τους λόφους και σχεδόν στα τυφλά φτάνω στο δάσος των περιπάτων μου, όπου τόσες φορές βρίσκω καταφύγιο για να σκεφτώ μόνη μου. Προχωράω με τα πόδια στα μονοπάτια που ο χειμώνας έχει αχρηστεύσει, τρέχω σκοντάφτοντας σε κλαδιά και κοφτερές πέτρες, ανοίγοντας δρόμο μέσα στην πράσινη υγρασία αυτού του απέραντου φυτικού χώρου, παρόμοιου με τα δάση της παιδικής μου ηλικίας, εκείνα που διέσχιζα πάνω σ’ ένα μουλάρι ακολουθώντας τα βήματα του παππού μου. Προχωρώ με λασπωμένα πόδια, μουσκεμένα ρούχα και την καρδιά να ματώνει κι όταν σκοτεινιάζει και δεν μπορώ πια να περπατώ άλλο, και να σκοντάφτω και να γλιστράω και να σηκώνομαι ξανά και να εξακολουθώ να παραπατάω, πέφτω τελικά στα γόνατα, τραβοκοπάω την μπλούζα μου, πετάγονται τα κουμπιά και με τα μπράτσα διπλωμένα σε σταυρό και το στήθος γυμνό φωνάζω το όνομά σου, κόρη μου. Η βροχή είναι ένας μανδύας από σκοτεινό κρύσταλλο, τα ζοφερά σύννεφα χώνονται ανάμεσα στις κορφές των μαύρων δέντρων και ο άνεμος δαγκώνει το στήθος μου, μπαίνει στα κόκαλά μου και με καθαρίζει από μέσα με παγωμένα σφουγγάρια. Βυθίζω τα χέρια μου στη λάσπη, πιάνω το χώμα με τις χούφτες και το φέρνω στο πρόσωπο, στο στόμα, μασάω αλμυρούς σβόλους λάσπη, εισπνέω βαθιά την όξινη μυρωδιά από το μαυρόχωμα και το φαρμακευτικό άρωμα των ευκαλύπτων. Γη, πάρε την κόρη μου, δέξου την, τύλιξέ τη, θεά μητέρα γη, βοήθησέ μας, της ζητάω, κι εξακολουθώ να βογκάω μέσα στη νύχτα που πέφτει πάνω μου, φωνάζοντας εσένα, φωνάζοντας εσένα. Πέρα μακριά περνάει ένα κοπάδι αγριόπαπιες και παίρνει το όνομά σου προς το νότο. Πάουλα, Πάουλα...»
[Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου]

Το αμάρτημα της μητρός μου

«Μα κει που πήγα να το σηκώσω, τι να διω! Το παιδί δεν εσάλευε!
Εξύπνησα τον πατέρα σου το ξεφασκιώσαμε, το ζεστάναμε, του ετρίψαμε το μυτούδι του, τίποτε! – Ήταν απεθαμένο!
- Το πλάκωσες, γυναίκα, το παιδί μου! – είπεν ο πατέρας σου, και τον επήραν τα δάκρυα. Τότε άρχισα εγώ να κλαίγω στα δυνατά και να ξεφωνίζω. Μα ο πατέρας σου έβαλε το χέρι του στο σόμα μου και – Σους! με είπε. Τι φωνάζεις έτσι βρε βώδι; - Αυτό με το είπε. Θεός σχωρέσ’ τονε. Τρία χρόνια είχαμε πανδρευμένοι, κακό λόγο δε με είπε. Κ’ εκείνη τη στιγμή με το είπε. – Ε; Τι φωνάζεις έτσι; Θέλεις να ξεσηκώσης τη γειτονιά, να πει ο κόσμος πως εμέθυσες κ’ επλάκωσες το παιδί σου;
Και είχε δίκηο, που ν’ αγιάσουν τα χώματα που κοίτεται! Γιατί, αν το μάθαινε ο κόσμος, έπρεπε να σχίσω τη γη να έμβω μέσα από το κακό μου.
Αλλά, τί τα θέλεις! Η αμαρτία είναι αμαρτία. Σαν το εθάψαμε το παιδί, κ’ εγυρίσαμεν από την εκκλησία, τότε άρχισε το θρήνος το μεγάλο. Τότε πια δεν έκλαιγα κρυφά. – Είσαι νέα, και θα κάμης κι άλλα, μ’ έλεγαν.»

Η απώλεια ενός παιδιού και τα συγκλονιστικά συναισθήματα της μητέρας, μπορούν να αξιοποιηθούν από τους συγγραφείς με τρόπο που να γεννά την άμεση και ισχυρή συγκίνηση. Η Ιζαμπέλ Αλιέντε που γράφει την προσωπική της ιστορία, επιλέγει να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά της, σε μια προσπάθεια να μεταδώσει στον αναγνώστη ένα, έστω και μικρό, μέρος από την ένταση του πόνου που βιώνει τις στιγμές που καταλαβαίνει πως το παιδί της δεν πρόκειται να επιβιώσει. Η συγγραφέας γνωρίζει πως ο πόνος αυτός δεν μπορεί ποτέ να περιγραφεί με λέξεις ή να γίνει αντιληπτός από έναν αμέτοχο παρατηρητή, εντούτοις ξεσπά και αφήνει τη συγκίνησή της ανεξέλεγκτη. Οι φωνές, το σκίσιμο των ρούχων, το μάσημα της λάσπης και η προσευχή στη μητέρα γη να απαλλάξει το παιδί της απ’ αυτό το μαρτύριο, αποτελούν έντονα δραματικές και συναισθηματικά φορτισμένες ενέργειες, που αποκαλύπτουν την αδυναμία της μητέρας να συγκρατήσει τον πόνο της.
Η περιγραφή αυτή μέσα στη δραματικότητα και την ειλικρινή τραγικότητά της ενέχει εντούτοις και τη διάθεση της συγγραφέως να καθοδηγήσει τον αναγνώστη σε μια συναισθηματική έξαρση. Η συγγραφέας μοιράζεται συνειδητά τον πόνο της, με μια παραστατική και δραματική περιγραφή που απευθύνεται ξεκάθαρα στα συναισθήματα του αναγνώστη, χωρίς να του παρέχει τη δυνατότητα της αποστασιοποιημένης θέασης των γεγονότων.
Με εντελώς διαφορετική διάθεση ο Γεώργιος Βιζυηνός, που έχει να διαχειριστεί ένα γεγονός ακόμη τραγικότερο, καθώς υπεύθυνη για το θάνατο του παιδιού της είναι η ίδια η μητέρα, επιλέγει να μας δώσει την αρχική αντίδραση της ηρωίδας με μια λιτή παρουσίαση των γεγονότων που ακολούθησαν τη συνειδητοποίηση του εγκλήματός της. Η μητέρα, όπως η ίδια αφηγείται τις τραγικές εκείνες στιγμές, θέλει να φωνάξει και να θρηνήσει το χαμό του παιδιού της, αλλά την εμποδίζει ο σύζυγός της, για να μη μαθευτεί η πράξη της από τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού. Έτσι, το ξέσπασμα της μητέρας συγκρατείται μέχρι να γίνει η κηδεία του παιδιού, αλλά και τότε ακόμη ο συγγραφέας αφιερώνει μόλις δύο γραμμές για να αποδώσει τον πόνο της μητέρας τις πρώτες εκείνες ώρες. Όλη η ένταση του πόνου, όλη εκείνη η πάλη με τις ενοχές και την απελπισία για το αθέλητο πλάκωμα του μωρού, δεν δίνονται από το συγγραφέα συγκεντρωτικά σε μια περιγραφή που το δίχως άλλο θα ήταν σπαρακτική.
Ο Βιζυηνός, πράγματι, θα μπορούσε να αξιοποιήσει την ένταση των συναισθημάτων της μητέρας για να συνθέσει  μια συγκλονιστική σκηνή θρήνου, που θα προσέφερε στο κείμενό του μια αναμφισβήτητη κορύφωση. Εντούτοις, η πρόθεσή του δεν είναι να παρασύρει τον αναγνώστη σε μια στιγμή έντονης συγκίνησης, όσο ισχυρή κι αν μπορούσε να είναι αυτή, μιας και ο πόνος της μητέρας δεν εξαντλείται σε μια μόνο στιγμή. Η μητέρα υποφέρει, βασανίζεται και κάποιες στιγμές χάνει πλήρως τον έλεγχο του εαυτού της, με τον πόνο της όμως να διαρκεί αμείωτος για χρόνια. Έτσι, ο συγγραφέας φροντίζει να επιμερίσει τα συναισθήματα αυτά σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διατρέχουν το κείμενο από την αρχή μέχρι το τέλος του, μεταδίδοντας μ’ αυτό τον τρόπο την αίσθηση του ισχυρού, αλλά υπόκωφου πόνου που σημαδεύει για δεκαετίες τη ζωή της μητέρας του.
Η λιτότητα και ο ελεγχόμενος συναισθηματισμός του Βιζυηνού καθιστούν παράλληλα σαφή την πρόθεση του συγγραφέα να εστιάσει το κείμενό του στην ουσία των πράξεων και της ψυχολογικής εξέλιξης των προσώπων. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα δεν περιορίζεται στη δημιουργία εντυπωσιακών σκηνών, με έντονη συναισθηματική φόρτιση. Ο Βιζυηνός πρωτίστως ενδιαφέρεται να καταγράψει, με την απαραίτητη πάντα αποστασιοποίηση, τα γεγονότα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωσή του και θέλει να το κάνει αυτό με τρόπο που ο αναγνώστης να μπορεί ψύχραιμα να διακρίνει την καίρια επίδραση της ενοχικής συνείδησης της μητέρας, το συναισθηματικό τραυματισμό του ίδιου του συγγραφέα και φυσικά την αδιάλειπτη προσπάθεια της μητέρας να κερδίσει την -τελικά ανεπίτευκτη- εξιλέωση. Για το λόγο αυτό αποφορτίζει τα σημεία εκείνα που η εύλογα ισχυρή συγκίνηση θα μπορούσε να αποπροσανατολίσει το κριτήριο του αναγνώστη και του παρέχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την εξέλιξη της ιστορίας με αντικειμενικότητα και το κυριότερο με καθαρή ματιά, ώστε να μπορεί να αναγνωρίσει πως το αρχικό εκείνο αμάρτημα αλλοιώνει εκ βάθρων την προσωπικότητα της μητέρας και την ωθεί σε αλλεπάλληλα λάθη και παραλείψεις. Το άγνωστο αμάρτημά της εξελίσσεται σε άλλα, μικρότερα κατ’ εκείνη, αμαρτήματα, τα οποία όμως συμπαρασύρουν και πληγώνουν σε μεγάλο βαθμό τα υπόλοιπα παιδιά της. 

«Φάουστ» του Γκαίτε ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...