Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γεώργιος Χορτάτσης «Ερωφίλη»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sir Frank Dicksee

Γεώργιος Χορτάτσης «Ερωφίλη»

Στο παρακάτω απόσπασμα από την τραγωδία του Γεωργίου Χορτάτση Ερωφίλη συνομιλούν οι δύο πρωταγωνιστές και δίνουν υπόσχεση παντοτινής αγάπης. Μια σύντομη αναδρομή στην ερωτική τους ιστορία θα σας βοηθήσει να κατανοήσετε τη συναισθηματική τους ένταση: O Πανάρετος και η βασιλοπούλα Ερωφίλη ήταν φίλοι από παιδιά. Καθώς μεγάλωναν, το αίσθημά τους εξελίχθηκε σε έρωτα, χωρίς να γνωρίζει και να εγκρίνει ο βασιλιάς τη σχέση τους. Ύστερα από νικηφόρο πόλεμο εναντίον των Περσών εισβολέων, στον οποίο διακρίθηκε ο Πανάρετος, ο δεσμός των δύο νέων ολοκληρώθηκε «με όρκους και δαχτυλίδι», όπως εξομολογείται μυστικά ο Πανάρετος στο φίλο του Καρπόφορο, στην πρώτη πράξη του έργου. Στο μεταξύ ο βασιλιάς δέχεται προξενιές από τους βασιλιάδες της Μικράς Ασίας και της Περσίας και αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του με τον ισχυρότερο. Η Ερωφίλη αρνείται το γάμο, με την πρόφαση ότι δε θέλει να φύγει μακριά του. Η αγωνία της για το μέλλον κυριαρχεί στη δεύτερη πράξη, γι’ αυτό εμπιστεύεται τον πόνο της στην παραμάνα της. Στην τρίτη πράξη, στο απόσπασμα που επιλέγουμε, ο ίδιος ο Πανάρετος, σταλμένος από το βασιλιά, μεταφέρει στην Ερωφίλη το μήνυμα του βασιλιά για τις προξενιές, ενώ παράλληλα της μιλά με θέρμη για τον έρωτά του αλλά και για το φόβο του μήπως τη χάσει.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν’ τα κάλλη,
μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται τη μεγάλη.
Μα γή όμορφή ‘μαι γή άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,
καθώς τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι την πρικιά μου.
Μ’ όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη,
που μας ανάθρεψε μικρά, και πλια παρ’ άλλη εγίνη
πιστή και δυνατότατη σ’ εμένα κι εις εσένα,
και τα κορμιά μας σ’ άμετρο πόθο κρατεί δεμένα,
περίσσα σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις
να σε νικήσει ο βασιλιός, να μ’ απολησμονήσεις.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Oϊμένα, νά ‘βρω δε μπορώ ποιαν αφορμή ποτέ μου
σου ‘δωκα στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετέ μου,
να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ γνωρίζεις
το πως το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις.
Έρωτα, απείς τ’ αφέντη μου τ’ αμμάτια δε μπορούσι
πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι,
μιαν απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και ρίξε
μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του δείξε
με τον πρικύ μου θάνατο πως ταίρι του απομένω,
και μόνο πως για λόγου του στον Άδη κατεβαίνω.

ΠΑΝΑΡΕΤΟΣ
Τούτο ας γενεί σ’ εμένα ομπρός, φόβο κιανένα αν έχω
στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν έν’ και δεν κατέχω
πως μήδ’ ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις
τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να τόνε δώσεις.
Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και τρομάσσω,
το πράμα, που στο χέρι μου κρατώ σφικτά, μη χάσω,
κι εκείνο, απού παρηγοριά πρέπει να μου χαρίζει,
τσ’ ελπίδες μου τσ’ αμέτρητες σε φόβο μού γυρίζει.

ΕΡΩΦΙΛΗ
Τούτό ‘ναι απού το ξαφνικό μαντάτο που μας δώσα,
μα μην πρικαινομέστανε, Πανάρετέ μου, τόσα,
γιατί ουρανός, απού ‘καμε κι εσμίξαμεν αντάμι,
να στέκομε παντοτινά ταίρια μάς θέλει κάμει.
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα,
τ’ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύκτα, την ημέρα,
παρακαλώ ν’ αρματωθού, να ‘ρθουν αντίδικά μου,
την ώρα οπ’ άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου.

Γ. Χορτάτσης, Ερωφίλη, Στιγμή

*γεννάται: γεννιέται *γροικώ: ακούω *πρικιά: πίκρα *άμετρο: αμέτρητο *περίσσα: πολύ *οϊμένα: αλίμονο *απείς: αφού *αμμάτια: μάτια *δούσι: δουν *πρικαινομέστανε: πικραινόμαστε *αντάμι: μαζί *αντίδικα: αντίπαλα

1η στροφή: Η Ερωφίλη αποκρινόμενη σε σχόλιο του Πανάρετου που έχει προηγηθεί, πως τα κάλλη της είναι αναρίθμητα, επισημαίνει πως οι ομορφιές και τα κάλλη της δεν είναι στην πραγματικότητα τόσα πολλά, μα είναι από το μέγεθος της αγάπης του που του δημιουργείται αυτή η εντύπωση. Στα μάτια του Πανάρετου, που τόσο την αγαπά, η Ερωφίλη μοιάζει να είναι γεμάτη θελκτικές ομορφιές. Ωστόσο, εκείνο που έχει περισσότερη σημασία δεν είναι η εξωτερική της εμφάνιση, αλλά η απόλυτη αφοσίωση που έχει σ’ εκείνον. Έτσι, η Ερωφίλη τονίζει πως είτε είναι όμορφη είτε άσχημη, το σώμα της έχει γεννηθεί μόνο για εκείνον. Μια διαπίστωση ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον αποκαλύπτει πως η Ερωφίλη είναι τόσο πλήρως δοσμένη στον Πανάρετο, ώστε αισθάνεται πως η ύπαρξή της καταξιώνεται μόνο χάρη στη δική του αγάπη.

2η στροφή: Ο Πανάρετος ευχαριστείται βαθύτατα με τα λόγια της Ερωφίλης, και το δηλώνει αυτό μ’ έναν ιδιαιτέρως παραστατικό τρόπο∙ ποτέ δεν κατόρθωσε το νερό να σβήσει φωτιά, σχολιάζει, όπως τα λόγια εκείνης έσβησαν την πίκρα του. Παρά το γεγονός, όμως, ότι γνωρίζει πόσο ειλικρινής είναι η Ερωφίλη και πόσο ισχυρή είναι η αγάπη που τους ενώνει από μικρή ήδη ηλικία, δεν μπορεί να κατασιγάσει πλήρως την ανησυχία του. Επικαλείται, λοιπόν, την αγάπη τους που είναι και στους δύο γεμάτη πίστη και δύναμη, κι η οποία κρατά δεμένα τα σώματά τους με απροσμέτρητο πόθο, και ζητά παρακλητικά από την Ερωφίλη να μην επιτρέψει ποτέ στον βασιλιά να κατανικήσει την αφοσίωσή της και να την κάνει να τον ξεχάσει.
Φανερός γίνεται εδώ ο φόβος του Πανάρετου πως η Ερωφίλη δεν θα μπορέσει να υπομείνει για πολύ ακόμη τις πιέσεις του πατέρα της και θα αναγκαστεί να υποχωρήσει στο θέλημά του να την παντρέψει μ’ έναν από τους βασιλιάδες των αντίπαλων χωρών του, ώστε να μπορέσει το βασίλειό του να πάψει τους συνεχείς πολέμους.

3η στροφή: Η Ερωφίλη ταράζεται μόλις ακούει τους φόβους του Πανάρετου, καθώς θεωρεί πως δεν του έχει δώσει ποτέ την παραμικρή αφορμή να αμφιβάλλει για την αφοσίωσή της σ’ εκείνον. Της φαίνεται τρομερό το γεγονός ότι ο Πανάρετος δεν έχει κατανοήσει σε πόσο απόλυτο βαθμό η ύπαρξή του ορίζει το νου, την ψυχή και τη σκέψη της. Προκειμένου, μάλιστα, να του εκφράσει με τον πλέον σαφή τρόπο το βαθμό της αφοσίωσή της, ζητά από τον Έρωτα να τη χτυπήσει στην καρδιά με μια φαρμακωμένη σαΐτα, ώστε ο πικρός θάνατός της να αποτελέσει ατράνταχτη απόδειξη πως εκείνη είναι πλήρως δοσμένη στον Πανάρετο και πως για χάρη του είναι πρόθυμη ακόμη και να πεθάνει.
Αφού, λοιπόν, τα μάτια του Πανάρετου δεν είναι ικανά να δουν πόσο πιστά και πόσο βαθιά τον αγαπά η Ερωφίλη, ο μόνος που θα μπορέσει να εγγυηθεί για την αλήθεια των συναισθημάτων της είναι ο ίδιος ο Έρωτας. Έτσι, σε β΄ πρόσωπο η Ερωφίλη απευθύνει το αίτημά της στον προσωποποιημένο Έρωτα, ο οποίος παρουσιάζεται εδώ ως υπαρκτό πρόσωπο με πλήρη εξουσία πάνω στη ζωή των ερωτευμένων ανθρώπων. Μια δραματική παράκληση της νεαρής ηρωίδας που φανερώνει πόσο πληγώθηκε από το γεγονός ότι ο αγαπημένος της μοιάζει να μην έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στην αφοσίωσή της.

4η στροφή: Ο Πανάρετος κατανοώντας πόσο πλήγωσε την Ερωφίλη με τα λόγια του, επιχειρεί τώρα να τη διαβεβαιώσει πως δεν έχει καμία αμφιβολία για τα συναισθήματά της. Έτσι, ακολουθώντας τη δική της έκκληση στον Έρωτα να της αφαιρέσει τη ζωή, τονίζει πως αυτό θα πρέπει να γίνει μπροστά στα μάτια του, αν έχει έστω και τον ελάχιστο φόβο για τον πόθο και την αγάπη που εκείνη του τρέφει ή αν δεν γνωρίζει με απόλυτη βεβαιότητα πως μήτε ο θάνατος δεν θα μπορούσε να την κάνει να πάψει την αγάπη της για εκείνον και να την προσφέρει σε κάποιον άλλον.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο Πανάρετος δεν αμφιβάλλει καθόλου για την ειλικρίνεια και την ένταση των συναισθημάτων της Ερωφίλης, δεν παύει ν’ ανησυχεί. Χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει την αφορμή ή το λόγο που του προκαλούν αυτή την ανησυχία, νιώθει μέσα του έντονο φόβο πως ενδέχεται να χάσει το αγαπημένο αυτό πρόσωπο που τόσο σφιχτά κρατάει κοντά του. Φοβάται πως ό,τι μέχρι εκείνη τη στιγμή αποτελούσε την παρηγοριά της ζωής του κι ό,τι του προσέφερε πλείστες ελπίδες∙ η αγάπη, δηλαδή, κι η παρουσία της Ερωφίλης στη ζωή του, μπορεί να χαθούν αιφνιδίως, αφήνοντάς τον έρμαιο της οδύνης.
Αξιοσημείωτη εδώ η προσφώνηση «Νεράιδα» που επιλέγει ο Πανάρετος για να εκφράσει όλη του τον θαυμασμό για την ομορφιά της Ερωφίλης κι όλη την τρυφερότητα που αισθάνεται για εκείνη.

5η στροφή: Η Ερωφίλη κατανοεί την ανησυχία του Πανάρετου και την αποδίδει στην απρόσμενη είδηση για τα προξενιά που έχουν έρθει, τα οποία εύλογα τον έχουν αναστατώσει, εφόσον ο πατέρας της έχει εκφράσει τη σαφή πρόθεσή του να την παντρέψει με κάποιον άλλον. Το ενδεχόμενο, όμως, αυτό δεν θα πρέπει να ανησυχεί τον Πανάρετο, καθώς, όπως του επισημαίνει η Ερωφίλη, ο Ουρανός -η μοίρα- που φρόντισε και τους έφερε κοντά, είναι εκείνος που θα διασφαλίσει το παντοτινό τους σμίξιμο. Προχωρά, μάλιστα, ακόμη παραπέρα, καταφεύγοντας σε μια ισχυρότατη επίκληση για να τον διαβεβαιώσει για την ακλόνητη αφοσίωσή της σ’ εκείνον∙ ζητά, λοιπόν, από τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη, τον αέρα, τα αστέρια, τον ήλιο, τη νύχτα και την ημέρα να οπλιστούν και να στραφούν εναντίον της τη στιγμή που θα επιτρέψει να μπει στην καρδιά της η αγάπη για κάποιον άλλον.
Η Ερωφίλη είναι τόσο απόλυτα βέβαιη για το ακλόνητο της αγάπης της, ώστε δεν διστάζει να ζητήσει απ’ όλα τα στοιχεία της φύσης -τα οποία και προσωποποιούνται- να λάβουν τον ρόλο του εκδικητή σε περίπτωση που εκείνη προδώσει την αλήθεια των συναισθημάτων της και εκφράσει ενδιαφέρον για κάποιον άλλον άντρα. Έτσι, με το να θέσει το σύνολο της φύσης σε ρόλο εγγυητή για την αγάπη της, η Ερωφίλη κατορθώνει να κατασιγάσει τους φόβους του Πανάρετου.
Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί, πως οι φαινομενικά υπερβολικές αυτές δηλώσεις της ηρωίδας δεν αποτελούν κενό γράμμα, κι αυτό θα φανεί όταν μετά τη δολοφονία του Πανάρετου από τον βασιλιά, η Ερωφίλη θα αφαιρέσει την ίδια της τη ζωή.    

ΕΡΓΑΣΙΕΣ

1. Ποιοι φόβοι βασανίζουν τον Πανάρετο και πώς προσπαθεί να τον ηρεμήσει η Ερωφίλη;

Στο άκουσμα της είδησης πως ο πατέρας της Ερωφίλης -ο βασιλιάς της Αιγύπτου Φιλόγονος- έχει δεχτεί προξενιά για την κόρη του και σχεδιάζει να την παντρέψει, ο Πανάρετος κατακλύζεται από ανησυχία και φόβο για το τι πρόκειται να συμβεί. Φοβάται πως η αγαπημένη του δεν θα μπορέσει να αντέξει για πολύ τις πιέσεις του πατέρα της και πως θα αναγκαστεί τελικά να υποκύψει στο θέλημά του∙ φοβάται, έτσι, πως θα χάσει τη γυναίκα που τόσο αγαπά. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως ο Πανάρετος έχει μεγαλώσει μαζί με την Ερωφίλη από τότε που σε μικρή ηλικία κατέφυγε στην Αίγυπτο για να σωθεί από τους εχθρούς της δικής του πατρίδας, και πως η αγάπη που τους ενώνει είναι εξαιρετικά δυνατή, αφού έχει βασιστεί στη μακρόχρονη αυτή κοινή συνύπαρξη.
Η Ερωφίλη επιχειρεί να κατασιγάσει την ανησυχία του Πανάρετου διαβεβαιώνοντάς τον για το ακλόνητο της αγάπης και της αφοσίωσής της. Όπως χαρακτηριστικά του επισημαίνει εκείνος ορίζει τον νου, την ψυχή και τη σκέψη της. Δεν διστάζει, μάλιστα, να επικαλεστεί ακόμη και τον ίδιο τον Έρωτα, από τον οποίο ζητά να φαρμακώσει μία από τις σαΐτες του και να τη χτυπήσει απευθείας στην καρδιά, ώστε να διαπιστώσει ο Πανάρετος πως για χάρη του είναι πρόθυμη ακόμη και να πεθάνει.
Επιπλέον, η Ερωφίλη διαβεβαιώνει τον Πανάρετο πως ο Ουρανός που όρισε να ανταμώσουν και να σμίξουν, είναι ο ίδιος που θα φροντίσει να μείνουν για πάντα μαζί. Κι είναι, μάλιστα, τόσο αποφασισμένη να απομακρύνει κάθε αμφιβολία και ανησυχία από τη σκέψη του αγαπημένου της, ώστε επικαλείται το σύνολο των στοιχείων της φύσης και τους ζητά να οπλιστούν και να στραφούν εναντίον της, έτσι και διαπιστώσουν πως άφησε στην καρδιά της να μπει επιθυμία για κάποιον άλλον.    

2. Πώς εκδηλώνει ο Πανάρετος την αγάπη του στην Ερωφίλη και πώς ανταποκρίνεται εκείνη στα αισθήματά του;

Ο Πανάρετος, αν και δηλώνει στην αρχή πως τα λόγια αγάπης της Ερωφίλης κι η διαβεβαίωσή της πως το κορμί της γεννήθηκε μόνο για εκείνον, σβήνουν πλήρως την πίκρα του, της ζητά, εντούτοις, κάτι ακόμη∙ της ζητά να του υποσχεθεί στο όνομα της αγάπης που τους ενώνει από μικρά παιδιά και που τώρα έχει γίνει πανίσχυρος ερωτικός πόθος, να μην επιτρέψει στον πατέρα της να την κάνει να τον ξεχάσει. Μια υπόσχεση που φανερώνει αφενός την ανησυχία του ήρωα σχετικά με το ενδεχόμενο να την εξαναγκάσει τελικά ο βασιλιάς να παντρευτεί κάποιον άλλον, κι αφετέρου το πόσο οδυνηρό είναι για τον Πανάρετο κάτι τέτοιο, εφόσον ο ίδιος είναι απόλυτα δοσμένος στην αγάπη του για την Ερωφίλη.
Η Ερωφίλη από τη μεριά της πληγώνεται από τα λόγια αυτά του Πανάρετου, όπως δηλώνει το αλίμονο (οϊμένα) με το οποίο ξεκινά την απόκρισή της, καθώς θεωρεί ότι δεν του έχει δώσει ποτέ κάποια αφορμή αμφιβολίας για την αγάπη της. Ωστόσο, φροντίζει να τον καθησυχάσει προχωρώντας σε μια επίκληση έντονης δραματικότητας, με την οποία απευθύνεται στον προσωποποιημένο Έρωτα και του ζητά να τη σκοτώσει, αφού ο αγαπημένος της δεν μπορεί να δει πόσο πιστά και βαθιά τον αγαπά. Μ’ αυτό τον τρόπο, με τον θάνατό της, δηλαδή, ελπίζει η ηρωίδα πως ο αγαπημένος της θα καταλάβει πόσο απόλυτα του είναι αφοσιωμένη.
Ο Πανάρετος που αντιλαμβάνεται πόσο τάραξαν τα λόγια του την Ερωφίλη, ζητά να πραγματοποιηθεί αμέσως μπροστά στα μάτια του η θανάτωση αυτή έτσι και υπάρχει στην καρδιά του έστω κι η παραμικρή αμφιβολία για την ειλικρίνεια των συναισθημάτων της. Μια εντόνως δραματική απόκριση του Πανάρετου, η οποία αποσκοπεί σαφώς στο να δείξει στην αγαπημένη του πως ό,τι τον φοβίζει δεν είναι η δική της αφοσίωση, αλλά το ενδεχόμενο να τη χάσει από κοντά του, έστω και παρά τη δική της θέληση. Πρόκειται, φυσικά, για μια έμμεση αναφορά στην πρόσφατη είδηση πως ο βασιλιάς έχει δεχτεί προξενιά για την κόρη του κι είναι έτοιμος να την παντρέψει.
Η Ερωφίλη αντιλαμβάνεται την πηγή ανησυχίας του Πανάρετου και του προσφέρει μια ακόμη ισχυρή διαβεβαίωση για την αγάπη της∙ προχωρά σε μια νέα επίκληση, αυτή τη φορά στα στοιχεία της φύσης, από τα οποία ζητά να οπλιστούν και να στραφούν εναντίον της σε περίπτωση που αφήσει να μπει στην καρδιά της πόθο για κάποιον άλλον άντρα.

3. Σε ποια σημεία του κειμένου κορυφώνεται η δραματική ένταση και γιατί;

Η δραματική ένταση κορυφώνεται για πρώτη φορά μόλις ο Πανάρετος ζητά παρακλητικά από την Ερωφίλη να μην τον ξεχάσει ποτέ∙ παράκληση που προκαλεί μεγάλη στεναχώρια στην ηρωίδα, αφού την κάνει να αισθανθεί πως ο αγαπημένος της δεν είναι απόλυτα σίγουρος για την αφοσίωσή της. Προκειμένου, λοιπόν, η Ερωφίλη να του δώσει την πιο πειστική απάντηση στρέφεται στον προσωποποιημένο Έρωτα και του ζητά να της αφαιρέσει τη ζωή, ώστε να πειστεί ο Πανάρετος για την αλήθεια των συναισθημάτων της. Πρόκειται για μια σκηνή έντονης δραματικότητας, στην οποία πέραν των δύο κεντρικών προσώπων που βρίσκονται σε μεγάλη συναισθηματική έξαρση, παρουσιάζεται μέσω της επίκλησης της Ερωφίλης και ο Έρωτας ως δρων πρόσωπο.
Μια δεύτερη κορύφωση της δραματικής έντασης επέρχεται μόλις ο Πανάρετος, παρά τις ισχυρές διαβεβαιώσεις της Ερωφίλης, εκφράζει την ανησυχία του για το ενδεχόμενο να χάσει την αγαπημένη του, έστω και παρά τη δική της θέληση. Τότε η Ερωφίλη, που αντιλαμβάνεται πως ο Πανάρετος έχει πικραθεί από τα νέα για τα προξενιά που συζητά ο πατέρας της, προχωρά σε μια ακόμη δραματική επίκληση. Αυτή τη φορά η ηρωίδα επικαλείται το σύνολο σχεδόν των φυσικών στοιχείων και τους ζητά να έρθουν εναντίον της πάνοπλα έτσι και επιτρέψει στον εαυτό της να σκεφτεί ερωτικά κάποιον άλλον.

Ο βασιλιάς Φιλόγονος μαθαίνει για την κρυφή σχέση του Πανάρετου και της Ερωφίλης, και εξοργίζεται με την προδοσία του νεαρού προστατευόμενού του. Αποφασίζει, έτσι, να σφάξει τον Πανάρετο και να προσφέρει ως «γαμήλιο» δώρο τα μέλη του σώματός του στην Ερωφίλη. Στη σκηνή που ακολουθεί η Ερωφίλη μοιρολογεί, έχοντας λάβει το μακάβριο αυτό «δώρο».

Πράξη 5η, Σκηνή 4η
ΕΡΩΦΙΛΗ μοναχή.

Ω κύρι μου, μα κύρι πλιο γιάντα να σ’ ονομάζω,
κι όχι θεριόν αλύπητο κι άπονο να σε κράζω,
πειδή περνάς στην όρεξι πάσα θεριό του δάσου,
και πλια άγρια παρά λιονταριού μόδειξες την καρδιά σου;
Θεριό λοιπόν αλύπητο παρά θεριό κανένα,
για ποια αφορμή δεν έσφαξες την ταπεινήν εμένα;
Μα κείνο, που δεν έκαμε το χέρι τ’ άπονό σου,
θέλω να κάμει μόνια μου, κιάς με το στανικό σου,
γιατί δεν είναι μπορετό, μηδέ ποτέ τυχαίνει,
μιαν ώρα απού το ταίρι μου να ζιω ξεχωρισμένη.
Ταίρ’ ακριβό μου και γλυκύ, φως και παρηγοριά μου,
και πώς σε βλέπουν τσι φτωχής τ’ αμμάτια τα δικά μου,
και μ’ όλον τούτο δύνουνται τα μέλη μου και ζιούσι,
τ’ αμμάτια μου και βλέπουσι, τα χείλη και μιλούσι.
Πάντ’ ακριβό μου ταίρι μου, μ’ έθρεφεν η καρδιά σου,
τώρα στον Άδη τη φτωχή με βάνει η ασκημιά σου,
κι αλλού τ’ αμμάτια μου ωχ, οϊμέ, στανιό πώς συντηρούσι,
Πανέρετέ μ’ Αφέντη μου, που ν’ τα πολλά σου κάλλη,
που κείν’ η νόστιμη θωριά, και πάσα χάρι σ’ άλλη;
που ‘ναι τ’ αμμάτια τα γλυκά; ποιον άπονο μαχαίρι
σου τα ‘βγαλε κ’ ετύφλωσε, οϊμέ! ακριβό μου ταίρι;
στόμα μου νοστιμώτατο και μοσκομυρισμένο,
βρύσι ολωνώ των αρετώ, ζαχαροζυμωμένο,
γιάντα τα πλουμισμένα σου και τα γλυκά σου χείλη
τη δούλη σου δεν κράζουσι, οϊμέ, στην Ερωφίλη;
γιάντα σωπάς στον πόνο μου, γιάντα στα κλάηματά μου
δε συντυχαίνεις δυο μικρά λόγια ‘ς παρηγοριά μου;
μα δίχως γλώσσ’ απόμεινες, και πώς να μου μιλήσης,
πώς την πολλά βαριόμοιρη να με παρηγορήσης;
πώς να μου παραπονεθής, πώς να μου πης, «ψυχή μου,
για σένα μόνο θάνατον επήρε το κορμί μου;»
Κ’ εσάς, χεράκια μ’ ακριβά, ποια χέρια αποκοτήσα,
κι άπονα απού το δόλιο σας κορμί σας εχωρίσα;
χέρια, που σας ετύχαινε σκήπτρο να σας βαραίνη,
και μοναχάς να δίδετε νόμο στην Οικουμένη,
για ποια αφορμή δεν πιάνετε τα χέρια τα δικά μου;
γιάντα στο στήθος σπλαχνικά κι απάνω στην καρδιά μου
δεν ‘γγίζετε ν’ αλαφρωθή, τσι πόνους τσι να χάση,
κ’ ετούτη την τρομάρα τζι τήν τόση να σκολάση;
Και συ, καρδιά αντρωμένη μου, του πόθου φυλακτάρι,
ποιο ‘τον εκείνο τ’ άπονο κι αγριώτατο λιοντάρι,
που σ’ έβγαλ’ εκ τον τόπο σου, κ’ αιματοκυλισμένη
τ’ αμμάτια μου να συντηρού μ’ έκαμε την καημένη;
καρδιά μου αγαπημένη μου, γλυκωτάτη καρδιά μου,
πόσα του πόθου βάσανα είχες για όνομά μου!
πάντα ‘ζειες μ’ αναστεναμούς, κ’ εθρέφουσου με πρίκες,
κ’ εις το ‘στερο ανασπάστηκες, κ’ εκ το κορμί σου βγήκες,
για να μπορώ τριγύρω σου να ‘δω, πως ει γραμμένο
τ’ όνομα τς Ερωφίλης σου το πολυαγαπημένο.
Ώφου πρικύ μου ριζικό, κι αντίδική μου μοίρα,
τόσα γοργό μ’ εκάμετε νύφη γιαμιά και χήρα!
μοίρα κακή για λόγου μου, κομπώτρα κι ωχθρεμένη,
‘ς ποιο τέλος μ’ εκατάφερες την πολυπρικαμένη!
ποιο πράμα μ’ έκαμες να δω, ποιαν πρίκα να γνωρίσω,
ποια παιδωμή, ποιο βάσανο, ποιον πόνο να γροικήσω!
που κείνα, που ‘λεγες του νου, που κείνα πού από σένα
τ’ αμμάτια μ’ ανιμένασι να δούσι τα καημένα;
χαρές περίσσιες μού ‘τασσες, και πρίκες με γεμώνεις,
ζήσι κι ανάπαψι πολλή, και θάνατο μ’ αξιώνεις.
Λαμπρό τον ήλιο μου ‘δειξες, κ’ ήλπιζα καλωσύνη,
μα το ζιμιό θαμπώθηκε, κι άγριος καιρός εγίνη.
Χρουσό στεφάνιν ήβαλες απάνω στην κορφή μου,
κι όφις εγίνηκε ζιμιό κ’ επήρε τη ζωή μου∙
πολλή δροσιά μ’ επότισες, μά ‘τον φαρμακεμένη,
κι ολπίζοντας πως θρέφομαι, μένω θανατωμένη.
Την πόρτα τσι Παράδεισος μ’ άνοιξες, κι από κείνη
στην Κόλασι μ’ επέρασες, κι αλύπητα με κρίνει∙
ψευτό καλό μου χάρισες, κι ως όνειρον εχάθη,
σα χόρτον εξεράθηκε, σα ρόδον εμαράθη∙
σαν ασταπή άψε κ’ έσβησε, κ’ έλυσε σαν το χιόνι,
σα νέφαλον εσκόρπισε, στον άνεμο σα σκόνι.
Μα δε φυράς τα πάθη μου δε μου λιγαίνεις πρίκα,
κ’ οι πόνοι μου κ’ οι κρίσεις μου παντοντινά γενήκα,
και πλειότερη την παιδωμή για νά ‘χω και τα βάρη
τα πάθη μου δεν έχουσι να με σκοτώσου χάρι.
Μα κείνο, που δε δύνεται τόσος καημός να κάμη,
θέλει το κάμει η χέρα μου και το μαχαίρ’ αντάμη,
στον Άδη να με πέψουσι, κι ο κύρις άπονός μου
τη βασιλειάν τ’ ας χαίρεται και τσι χαρές του κόσμου.
Στήθος μου κακορρίζικο, καρδιά μου πρικαμένη,
πόσα ‘τονε καλύτερο ποτέ μου γεννημένη
στον κόσμο να μην είχα ‘σται, πόσα τονε καλλιά μου
λάψ’ ήλιου να μη δούσινε τ’ αμμάτια τα δικά μου.
Το πνέμα σου, Πανάρετε, ταίρι γλυκύτατό μου,
παρακαλώ σε να δεχτή το πνέμα το δικό μου,
‘ς ένα να στεκομέστανε τόπο, και μιάν ομάδι
Κόλασι γή Παράδεισο να γνώθωμε στον Άδη.
Πανάρετε, Πανάρετε, Πανάρετε ψυχή μου,
βούηθα μου τσι βαριόμοιρης και δέξου το κορμί σου.

Εδώ πιάνει το μαχαίρι, οπού ήτονε στο βατσέλι και σφάζεται, και πέφτει σκοτωμένη∙ και εις λιγάκιν έρχουνται οι κορασίδες της γυρεύγοντάς τηνε.


Ιστορία Κατεύθυνσης: Κίνημα στο Γουδί [Πηγές]

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ιστορία Κατεύθυνσης: Κίνημα στο Γουδί [Πηγές]

Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αντλώντας στοιχεία από τα ακόλουθα κείμενα, να αναφέρετε: α) τα αίτια του κινήματος στο Γουδί, β) τα αιτήματά του, γ) τα μειονεκτήματα και δ) τα αποτελέσματά του.

ΚΕΙΜΕΝΟ Α

Και είναι αξιωσημείωτον ότι κίνημα ένοπλον, επιβληθέν από της πρώτης στιγμής, διετήρησε πάσαν εφικτήν εις την φύσιν αυτού νομιμότητα, σεβασθέν τους θεμελιώδεις θεσμούς, αναδειχθέν μάλιστα ανυπόκριτος υπερασπιστής αυτών και λήξαν δια της πληρώσεως του σκοπού εις τον οποίον απέβλεπεν. Εάν δε δεν επετέλεσε μέγα τι, προήγαγεν εις οδόν βεβαιοτέραν από τας ψευδείς υποσχέσεις τον πανελλήνιον πόθον περί οργανώσεως των κατά ξηράν και θάλασσαν δυνάμεων της Ελλάδος και παρέχει εν αδιαφιλονίκητον συμπέρασμα, ότι ουδεμία αβελτηρία, διαφθορά ή κακή πίστις, θα δυνηθώσι ν’ αναστείλωσι την πραγματοποίησιν του έντιμου τούτου προγράμματος. Και ο ελληνικός λαός το υπεδέχθη τουσούτον ενθουσιωδώς, ώστε το ανεγνώρισεν ως γνησίαν εκπροσώπησιν των βουλευμάτων αυτού, εναντίον της παραποιήσεως και της διαστροφής. Τι είνε η Βουλή; Αντιπροσωπεία του Έθνους. Και τι η κυβέρνησις; Επιτροπή της Βουλής διοικούσα. Και όμως οι υπηρέται ούτοι της κοινής θελήσεως, καθίστανται ανεξέλεγκτοι αυθένται. Το Έθνος λοιπόν ανέκτησεν απέναντι όλων τούτων τα δικαιώματά του. Δεν αρκεί να λέγη μία κυβέρνησις ότι έχει εν πρόγραμμα. Οφείλει και να το πραγματοποιή. Μετά μίαν δε σειράν κυβερνήσεων, αίτινες πάσαι ομοφώνως υπεσχέθησαν την οργάνωσιν στρατού και πάσαι ομοιομόρφως παρέβησαν την υπόσχεσίν των, το Έθνος έπρεπε να λάβη εγγυήσεις.

Ημερήσια Εθνική Εφημερίς «Εμπρός», Δευτέρα 17 Αυγούστου 1909

ΚΕΙΜΕΝΟ Β

Τη νύχτα της 14ης προς τη 15η Αυγούστου 1909 συγκεντρώθηκαν στους πρόποδες του Υμηττού, στους στρατώνες του Γουδί, 250 αξιωματικοί και 2.000 περίπου οπλίτες, κατά τον Αλ. Μαζαράκη, ή 449 αξιωματικοί και 2.546 οπλίτες, κατά τον Ασπρέα, καθώς και μερικοί χωροφύλακες και πολίτες και διακήρυξαν, χωρίς ιδιαίτερη μαχητικότητα, την αντίθεσή τους προς την κυβέρνηση, υποστηρίζοντας το πρόγραμμα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», που τους είχε καλέσει να συμπαρασταθούν στους στόχους τους.
Το πρόγραμμα αυτό, διατυπωμένο σε ήπιο τόνο για «επαναστατική» προκήρυξη, εξέφραζε γενικές ευχές για τη βελτίωση των ενόπλων δυνάμεων, της διοικήσεως και της παιδείας, καθώς και την κατάργηση «της απαίσιας συναλλαγής» - ευχές που ασφαλώς έβρισκαν σύμφωνο το σύνολο των Ελλήνων. Απαριθμούσε επίσης με σαφήνεια ποιες ριζοσπαστικές ενέργειες δεν επρόκειτο να επιχειρηθούν από το «Σύνδεσμο»: 1) Την κατάργηση της δυναστείας ή την αντικατάσταση του βασιλιά, 2) την εγκαθίδρυση στρατοκρατίας ή την αλλαγή του συντάγματος, 3) την κατάργηση της κυβερνήσεως, 4) την αύξηση ή την απομάκρυνση στελεχών του στρατού ή του ναυτικού. ...
Το κίνημα έγινε δεκτό από την πλειοψηφία του παγκόσμιου τύπου με αρνητικά σχόλια. Το αποκαλούσαν κακή απομίμηση των Νεοτούρκων, με λίγες ελπίδες επιτυχίας, και τόνιζαν τους κινδύνους που θα προέκυπταν από μια εκθρόνιση ή παραίτηση του Γεωργίου. Είναι φανερό ότι η ανησυχία αυτή, υπερβολική όπως αποδείχτηκε από τα κατοπινά γεγονότα, οφειλόταν μάλλον στο φόβο των εκπροσώπων του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου ότι η Ελλάδα δε θα ήταν πια σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους δανειστές και ότι αποχώρηση του βασιλιά θα σήμαινε την απώλεια της σημαντικότερης εγγυήσεως σταθερότητας. ...
Το λαϊκό συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου οργανώθηκε σκόπιμα από το Στρατιωτικό Σύνδεσμο σε συνεννόηση με τους συλλόγους και τις συντεχνίες που έλαβαν μέρος, εν όψει της επαναλήψεως των τακτικών εργασιών της βουλής. ...
Παρά τη φαινομενική του επιτυχία ο Σύνδεσμος αντιμετώπιζε το Νοέμβριο μεγάλα προβλήματα. Μολονότι οι στρατιωτικοί έρεπαν σε αυταρχικότερη τακτική, η διατήρηση του κοινοβουλευτισμού τους ανάγκαζε να καλλιεργούν τα λαϊκά τους ερείσματα και τις σχέσεις τους με τις διάφορες ομάδες που αντιπροσώπευαν οργανωμένα συμφέροντα. Έτσι με επέμβαση των συντεχνιών ματαιώθηκε η επιψήφιση νομοσχεδίου για την επιβολή αυστηρών κυρώσεων σε απεργούς. Ματαιώθηκαν επίσης περικοπές στον προϋπολογισμό για την παιδεία μετά από διαμαρτυρίες φοιτητών και καθηγητών. Η φορολογία της ελαιοπαραγωγής και του οινοπνεύματος εξάλλου προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους παραγωγούς και τους εμπόρους και έβαλε το Σύνδεσμο σε δύσκολη θέση. Η συντεχνία των εμπόρων οινοπνεύματος είχε υποστηρίξει με ενθουσιασμό το κίνημα στο συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου και φρόντιζε ώστε οι αξιωματικοί να μην ξεχνούν την υποχρέωσή τους. Η μεγαλύτερη όμως κατακραυγή προήλθε από τους δημόσιους υπαλλήλους, που ο Σύνδεσμος ήθελε να απολύσει, στην προσπάθειά του να εξυγιάνει την κρατική μηχανή και να εξοικονομήσει πόρους για την εφαρμογή του προγράμματός του.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΔ΄, Εκδοτική Αθηνών 

ΚΕΙΜΕΝΟ Γ

Τα μεσάνυχτα της 14ης προς την 15η Αυγούστου, αξιωματικοί μόνοι ή καθ’ ομάδας, πεζή, έφιπποι, με αμάξια, συνέρρεαν από διάφορα σημεία των Αθηνών προς την λεωφόρον Κηφισιάς. Πολλοί εστάθμευαν εις τα παραπήγματα των δύο πεζικών συνταγμάτων. Οι περισσότεροι εσυνέχιζαν τον δρόμο των εις το Γουδί. Ήσαν όλοι κατώτεροι από τον βαθμόν του ανθυπολοχαγού έως του λοχαγού, εξ εκείνων οι οποίοι υπέφεραν την καταισχύνην του ενενήντα επτά και ελησμονήθησαν έπειτα εις μελαγχολικάς φρουράς μεταξύ Άρτας και Ναυπλίου. Κανείς των δεν ήτο γνωστός, κανείς των δεν έφερεν ιστορικόν όνομα, κανείς των σχεδόν δεν εσύχναζε τας κοσμικάς αιθούσας της πρωτευούσης. Εγνώριζαν όμως τας πεδιάδας της Θεσσαλίας και τα μακεδονικά βουνά, ευρίσκοντο εις αδιάκοπον επικοινωνίαν με τους κληρωτούς, με τον λαόν δηλαδή της μικροπολιτείας και του χωραφιού, είχαν αισθανθή βαθύτατα την σιωπηλήν οργήν του πλήθους εναντίον ασυνειδήτου ολιγαρχίας, ήτις εστήριζε το γόνατό της επάνω εις το στήθος της πατρίδος. Επί δώδεκα χρόνια, μετά την φυγήν της Λαρίσης, ήκουαν υποσχέσεις υπουργών, ύβρεις πριγκήπων, κούφους βεβαιώσεις δια τούτο ή το άλλο.
Δώδεκα πικρούς χρόνους, έζησαν περιφρονημένοι εις απόμερες επαρχίες, με πέντε-δέκα δραχμάς την ημέραν, δια να συντάξουν το ένοπλον έθνος. Έγιναν και αντάρται εις τα τέλματα της Φλώρινας, εις της καλαμιές του Βαρδάρη, εις της χαράδρες του Ολύμπου δια να σταματήσουν την κάθοδον του Βουλγάρου προς τον Αλιάκμονα. Όλαι αι προσπάθειαι, αι εγκαρτερήσεις, αι πικρίαι απέληγαν με την θρασείαν απειλήν του Νεοτούρκου: «Όποτε θέλω, παίρνω τον καφέ μου στην Αθήνα!».
Οι λοχαγοί ενόησαν ότι ήλθεν η ώρα των. Αι μάζαι εστέναζαν και αγανακτούσαν. ...
Αλλά και το θετικόν έργον του συνδέσμου είναι σημαντικόν:
1) Έθεσε τας βάσεις της οικονομικής εξυγιάνσεως του τόπου.
2) Επέτυχεν ανεξαρτησίαν της δικαιοσύνης και διοικήσεως.
3) Εγύμνασε 40.000 απαλλαγέντων, συνεπλήρωσε την στρατιωτικήν προπαρασκευήν, ηγόρασε το θωρηκτόν καταδρομικόν «Γ. Αβέρωφ», το κυριότερο όλων: Έθεσε την βάσιν της «εθνικής πανστρατιάς».  

Γεώργιος Βεντήρης, Η Ελλάς του 1910-1920 Τόμος Α΄, Πυρσός (1931)

ΚΕΙΜΕΝΟ Δ

Η απερίσκεπτη, υπεροπτική, αγέρωχος και ταπεινωτική στάση των νεοτούρκων απέναντί της ξύπνησε το φιλότιμο και την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαού και ξέσπασε σε κίνημα υπό την διεύθυνση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» (1909).
Εδώ όμως φάνηκε όλη η αμάθεια, η αοριστία, το αψυχολόγητο και η ανεπάρκεια και του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» και του λαού για να καθωρίση τις αιτίες και τις ανάγκες του κινήματος. Δεν ήξευραν κυριολεκτικώς γιατί σηκώθηκαν. Είδαν κάποιο να τους πνίγη και φωνάξανε. Τον αληθινό όμως εχθρό δεν τον διέκριναν.
Είναι πολύ χαρακτηριστική για ένα κοινωνιολόγο η διαγωγή του Συνδέσμου και το υπόμνημα που απηύθηνε στο λαό. Σαυτό έλεγε περίπου τα εξής: «Δεν επιδιώκει την κατάργησιν της δυναστείας ή την αντικατάστασιν του Βασιλέως, ούτε επιθυμεί να θίξη το Συνταγματικόν Πολίτευμα, ζητεί μόνον την συγκρότησιν αξιομάχου στρατού και στόλου και την απομάκρυνσιν των πριγκήπων από της ενεργού υπηρεσίας εν των στρατώ και ναυτικώ. Επίσης οι υπουργοί των δύο πολεμικών υπουργείων να είναι ανώτεροι αξιωματικοί. Εκτός τούτου πρέπει να γίνη «ανόρθωσις των υπηρεσιών» και να προαχθή η θρησκεία, η εκπαίδευσις, τα οικονομικά και η διοίκησις». Ας αναλύσωμε λιγάκι το πρόγραμμα αυτό για να δούμε την πραγματική ουσία του.
Ο Σύνδεσμος λοιπόν δεν ήθελε να πειράξη ούτε το πολίτευμα ούτε τη δυναστεία. Χαρακτηριστικό αυτό, γιατί αιστανότανε ότι πράγματι δεν φταίνε αυτά και ότι αν τα πειράξη θα χειροτερέψη πολύ την κατάσταση, γιατί δεν θα ήξερε με τι να τα αντικαταστήση. Σαυτό το σημείο φάνηκε λοιπόν φρόνιμος και το ένστικτο τον ωδήγησε καλά.
Το ότι ζήτησε δυνατό στρατό και στόλο, αυτό βέβαια ήταν λογικό και το πιο αναγκαίο για την στιγμή εκείνη. Πρωτοτυπία όμως σαυτό δεν υπήρχε καμιά, γιατί στρατό και στόλο θεωρητικώς ζητούσε όλος ο κόσμος δεκάδες χρόνια. Στην πραγματοποίηση μόνον πέφτανε όλοι έξω, γιατί δεν είχαν τα απαιτούμενα στοιχεία υπομονής, εργατικότητος, πειθαρχίας και επιβολής για ένα τέτοιο εκτάκτως δύσκολο διοργανωτικό έργο.
Τα άλλα αιτήματά τους: «ανόρθωσις των υπηρεσιών», «προαγωγή της θρησκείας, της εκπαιδεύσεως, των οικονομικών και εν γένει της διοικήσεως» έτσι αόριστα λεγμένα ήσαν γενικές φράσεις, χωρίς καμία πρακτική σημασία και ελέγοντο προηγουμένως καθημερινώς από όλον τον κόσμον, χωρίς να υποδειχθή ο τρόπος της διορθώσεως.
Σε κανενός το κεφάλι δεν παιρνούσε η ιδέα ότι πρέπει να γίνουν βαθύτερες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που να θίγουν αυτές τις βάσεις της εθνικής μας ζωής!

Γεώργιος Σκληρός «Τα προβλήματα του ελληνισμού», Έκδοση του συγγραφέως με την επιμέλεια των «Γραμμάτων», Αλεξάνδρεια, 1919  


Το 1909 συντελείται μια τομή στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας γενικότερα, και των πολιτικών κομμάτων ειδικότερα. Στις 15 Αυγούστου 1909 εκδηλώθηκε κίνημα στο Γουδί, το οποίο έγινε από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, μια μυστική ένωση στρατιωτικών, με αιτήματα που αφορούσαν μεταρρυθμίσεις στο στρατό, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και τη δημοσιονομική πολιτική.
Το κίνημα στο Γουδί, όπως προκύπτει από το άρθρο της εφημερίδας «Εμπρός», που δημοσιεύτηκε δύο μόλις μέρες μετά την πραγματοποίησή του -πρωτογενής πηγή-, αποτέλεσε αντίδραση στην αδυναμία της τότε κυβέρνησης -καθώς και των αμέσως προηγούμενων- να οργανώσει τον στρατό, παρά τις σχετικές υποσχέσεις. Τα μέλη της κυβέρνησης, αν και θα έπρεπε να λειτουργούν ως αντιπρόσωποι του Έθνους, όπως επισημαίνεται στο άρθρο, είχαν καταστεί ανεξέλεγκτοι αφέντες, γεγονός που είχε επιτείνει τη δυσφορία των πολιτών. Σύμφωνα, άλλωστε, με τις πληροφορίες που καταγράφει ο Γεώργιος Βεντήρης (Κείμενο Γ), οι αξιωματικοί του Κινήματος, έχοντας υπηρετήσει σε διάφορες επαρχιακές περιοχές της χώρας, είχαν νιώσει βαθύτατα την σιωπηλή οργή του πλήθους απέναντι στην ασυνείδητη ολιγαρχία που διοικούσε τον τόπο. Ακόμη περισσότερο, οι ίδιοι αυτοί αξιωματικοί είχαν εμπλακεί σε αντάρτικης φύσης συγκρούσεις με τους Βούλγαρους, οι οποίοι ήθελαν να εδραιωθούν στην περιοχή της Μακεδονίας, προκαλώντας εύλογες ανησυχίες για το μέλλον των ακόμη αλύτρωτων αυτών ελληνικών εδαφών. Ενώ, οι θρασύτατες απειλές των Νεότουρκων, που αμφισβητούσαν ευθέως τη δυνατότητα των Ελλήνων να υπερασπιστούν τη χώρα τους, γεννούσαν αγωνία και αγανάκτηση στους αξιωματικούς του Κινήματος που πάσχιζαν μέσα σε πλήθος στερήσεων να διασφαλίσουν την ακεραιότητα της χώρας. Την καταλυτική επίδραση που άσκησε η υπεροψία των Νεότουρκων στο ξέσπασμα του Κινήματος, επισημαίνει και ο Γεώργιος Σκληρός (Κείμενο Δ).      
Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν εγκαθίδρυσε δικτατορία, αλλά προώθησε τα αιτήματά του μέσω της Βουλής. Με αφορμή το κίνημα, έγινε στις 14 Σεπτεμβρίου μεγάλη διαδήλωση των επαγγελματικών σωματείων της πρωτεύουσας. Οι διαδηλωτές υποστήριξαν το διάβημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου και υπέβαλαν ψήφισμα στο παλάτι με το οποίο ζητούσαν την επίλυση σειράς οικονομικών αιτημάτων.
Τα αιτήματα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», που είχε οργανώσει το κίνημα στο Γουδί, σχετίζονταν πρωτίστως με τη βελτίωση των ενόπλων δυνάμεων, της διοίκησης και της παιδείας, καθώς και την απαλλαγή της χώρας από τη διαφθορά, όπως προκύπτει από το Κείμενο Β (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους). Ενώ, ειδικότερα αιτήματα, όπως αυτά καταγράφονται από τον Γεώργιο Σκληρό (Κείμενο Δ), αφορούσαν την απομάκρυνση των πριγκήπων από την ενεργή υπηρεσία στο στρατό και στο ναυτικό, την επιλογή των υπουργών για τα δύο πολεμικά υπουργεία από τις τάξεις των ανώτερων αξιωματικών, την ανόρθωση των υπηρεσιών, καθώς και την αποτελεσματικότερη στήριξη της θρησκείας. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως και στις δύο αυτές πηγές (Κείμενα Β & Δ) επισημαίνεται το γενικόλογο της πλειονότητας των αιτημάτων, τα οποία εκφράζονταν περισσότερο σαν ευχές.  
Στην αοριστία των αιτημάτων, άλλωστε, εντοπίζονται και τα μειονεκτήματα του Κινήματος, όπως το επισημαίνει ο Γεώργιος Σκληρός (Κείμενο Δ), μιας και γινόταν σαφές πως ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν είχε τη δυνατότητα να εντοπίσει τα πραγματικά αίτια των ελληνικών προβλημάτων και, άρα, δεν μπορούσε να διεκδικήσει τις αναγκαίες λύσεις. Επιπλέον, σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Κείμενο Β), η χώρα βρισκόταν υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο και είχε σημαντικές δανειακές υποχρεώσεις, γεγονός που περιόριζε δραστικά τη δυνατότητά της να καλύψει επαρκώς τις οικονομικές απαιτήσεις των αιτημάτων του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ενώ, η απροθυμία του Συνδέσμου να εγκαθιδρύσει στρατοκρατία, τον εξανάγκαζε να υποκύπτει στις πιέσεις των πολιτών, προκειμένου να διατηρήσει τη στήριξή τους. Έτσι, οι προτάσεις του Συνδέσμου για περικοπές στον προϋπολογισμό για την παιδεία, για την αύξηση της φορολογίας στην ελαιοπαραγωγή και του οινοπνεύματος, καθώς και για την απόλυση μέρους των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να εξοικονομηθούν χρήματα και να εξυγιανθεί η κρατική μηχανή, ματαιώθηκαν εξαιτίας της σφοδρής αντίδρασης των θιγόμενων.
Υπό την πίεση, πάντως, του Συνδέσμου η Βουλή ψήφισε, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία και συζήτηση, μεγάλο αριθμό νόμων, που επέφεραν ριζικές αλλαγές. Το Φεβρουάριο του 1910 η Βουλή αποφάσισε την αναθεώρηση ορισμένων άρθρων του συντάγματος. Έτσι προκηρύχθηκαν εκλογές, από τις οποίες προήλθε αναθεωρητική βουλή. Στις 15 Μαρτίου 1910 ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε έχοντας επιτύχει τις επιδιώξεις του.
Τα αποτελέσματα του Κινήματος, όπως καταγράφονται από τον Γεώργιο Βεντήρη (Κείμενο Γ), ήταν τα ακόλουθα: τέθηκαν οι βάσεις για την οικονομική εξυγίανση του τόπου, διασφαλίστηκε η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και της διοίκησης, ενισχύθηκε το δυναμικό του στρατού με την εκπαίδευση 40.000 επιπλέον οπλιτών, συμπληρώθηκε η στρατιωτική προπαρασκευή, αγοράστηκε το θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ» και, εν γένει, τέθηκαν οι βάσεις για την κινητοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού του έθνους.

Μάριος Χάκκας «Το ψαράκι της γυάλας»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Andrew Hitchen

Μάριος Χάκκας «Το ψαράκι της γυάλας»

Το ψαράκι της γυάλας
(διήγημα)

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1971, στην περίοδο της δικτατορίας, και το θέμα του σχετίζεται με την ημέρα της επιβολής της (21 Απριλίου 1967).

Ο άνθρωπος, με τη φραντζόλα υπομάλης, είναι ο ίδιος που πριν δυο χρόνια περίπου κρατούσε καρπούζι. Τότε ήταν Ιούλιος και φυσικά υπήρχαν καρπούζια, ενώ τώρα Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος.
Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους.
Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.
Σ’ όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ’ αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τόσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.
Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».
Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το ‘τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν’ αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν’ ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν’ αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.
Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός την Καπούη του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.
Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον».
Κι όμως, έστω χωρίς γάμο μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερεις τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά. Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.
Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.
Ήταν ωραία ν’ ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λογκ και ν’ αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία». Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ· ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους;
Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ’ αυτούς τώρα θα ‘ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.
Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ’ το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του ‘ρθανε αισιόδοξες, σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να ‘ναι θα πέσουν».
Τώρα όποιος θα ‘θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.
«Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ’ αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ’ έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ’ αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;
«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».
Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του.
Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ’ τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ’ αποφάσισε.
— Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο.
— Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν’ απαντήσει.
— Θα ‘χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε;
— Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ’ έξω.
— Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.
Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ’ ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ’ αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας;
Το πυροβολικό, το πυροβολικό,
το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ.
Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ’ αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω. Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ’ έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαξε γι’ αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του.
Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη. Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας.
Έβγαλε το μαντίλι απ’ την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν’ αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ’ άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.
Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν. Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

Τότε ήταν Ιούλιος: Αναφέρεται στις διαδηλώσεις του Ιουλίου 1965, μετά το βασιλικό πραξικόπημα. (Ο βασιλεύς Κων/νος ανάγκασε την κυβέρνηση της Ενώσεως Κέντρου να παραιτηθεί).
Καπούη: ιταλική πόλη όπου ξεχειμώνιασαν οι στρατιώτες του Αννίβα μετά τη μάχη των Καννών. Από τότε η φράση «απολαύσεις της Καπούη» σημαίνει απώλεια πολύτιμου χρόνου.

Ερωτήσεις

1. Να παρακολουθήσετε τη συμπεριφορά του ήρωα στις διάφορες φάσεις της: α) στο απώτερο παρελθόν β) στα Ιουλιανά (1965) γ) την ημέρα της επιβολής της δικτατορίας (1967). Ποια κλίμακα ακολουθεί η αγωνιστικότητά του;

Ο ήρωας στα χρόνια της νεότητάς του υπήρξε ιδιαιτέρως αγωνιστικός και αφοσιωμένος στην υπεράσπιση της ιδεολογίας του, γεγονός που του κόστισε πολλά χρόνια φυλάκισης και εξορίας. Θεωρούσε τότε πως τα ιδανικά του ήταν σαφώς πιο σημαντικά από την προσωπική του ασφάλεια και τις δικές του ανέσεις, γι’ αυτό και δε δίσταζε να εκτίθεται απέναντι στις αρχές, με αποτέλεσμα να συλλαμβάνεται και να εξορίζεται.
Με την πάροδο των χρόνων, ωστόσο, η αγωνιστική του διάθεση είχε καμφθεί, μιας και δεν ήταν πια τόσο νέος, ώστε να αψηφά με την ίδια άνεση τον εαυτό του και τις ανάγκες του. Έτσι, στα επεισόδια των Ιουλιανών, ο ήρωας πήγαινε με προφυλάξεις στις συγκεντρώσεις∙ όχι πια στην καρδιά των γεγονότων, αλλά στις παρυφές, έχοντας μαζί του κι ένα καρπούζι, προκειμένου να το δείξει στους αστυνομικούς, αν γινόταν κάποια φασαρία, και να τους ξεγελάσει, λέγοντας πως είναι ένας φιλήσυχος άνθρωπος που πηγαίνει απλώς στο σπίτι του.
Η πτώση της αγωνιστικότητάς του γίνεται ακόμη πιο αισθητή την ημέρα επιβολής της δικτατορίας, κατά την οποία, ενώ ξεκινά το πρωί με τη σκέψη να βρεθεί -έστω και με τις κατάλληλες προφυλάξεις- στο κέντρο της πόλης, όπου εκτυλίσσονταν τα γεγονότα, σταδιακά αρχίζει να έχει επιφυλάξεις σχετικά με το κατά πόσο μπορεί και θέλει να αναμιχθεί σε αυτά, μόνο και μόνο για να καταλήξει, αφού κάνει ένα μεγάλο κύκλο γύρω από το κέντρο, να επιστρέψει το βράδυ στην ασφάλεια του σπιτιού του, στην Καισαριανή.
Καθίσταται, κατ’ αυτό τον τρόπο, προφανές το γεγονός ότι ο ήρωας έχει πια συμβιβαστεί με την κοινωνική του πραγματικότητα κι έχει αποδεχτεί πως δεν μπορεί να επιφέρει κάποια ουσιαστική αλλαγή. Έτσι, έστω κι αν δεν εγκαταλείπει την ιδεολογία και τα ιδανικά του, έχει, εντούτοις, αλλοτριωθεί από τις ανέσεις που προσφέρει ο καταναλωτικός τρόπος ζωής κι από την αίσθηση ασφάλειας που προσφέρει η «φιλήσυχη» ζωή, μακριά από την αγωνιστική δράση.

2. Τι θέλει να πει ο συγγραφέας στην παράγραφο όπου μιλάει για τα εμβατήρια και τον κοινό βηματισμό;

Ο ήρωας συνειδητοποιεί κάποια στιγμή πως βαδίζει ρυθμικά, ακολουθώντας το ρυθμό του εμβατηρίου που είχε ακούσει στο σπίτι της ξαδέρφης του, ενώ προς έκπληξή του αντιλαμβάνεται πως τον ίδιο ρυθμό στο βάδισμά του ακολουθεί κι άλλος ένας άνθρωπος που περπατούσε μπροστά του, σαν να άκουγε ακριβώς το ίδιο εμβατήριο από μικροσκοπικά μεγάφωνα. Με την αναφορά στα πατριωτικά εμβατήρια, τα οποία οι δικτάτορες χρησιμοποιούσαν προπαγανδιστικά, για να δημιουργούν στους πολίτες την αίσθηση πως το καθεστώς έθετε το καλό της πατρίδας πάνω απ’ όλα, ο αφηγητής αναδεικνύει ένα μείζον κοινωνικό ζήτημα, αυτό της μαζοποίησης και του κομφορμισμού.
Οι πολίτες προσαρμόζονται πολύ γρήγορα στα πολιτικά δεδομένα και συμβιβάζονται με την εκάστοτε εξουσία -νόμιμη ή μη-, χωρίς να αντιδρούν ή να επαναστατούν, διότι εκείνο που τους ενδιαφέρει περισσότερο είναι να διαφυλάττουν την ησυχία τους. Προκειμένου, λοιπόν, να μπορούν να συνεχίζουν απερίσπαστοι τη ζωή τους, χωρίς δυσάρεστες περιπέτειες και χωρίς κινδύνους, αποδέχονται όποια πολιτική κατάσταση επικρατεί, αδιαφορώντας για το αν την εξουσία την κατέχει μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση ή όχι.
Όπως χαρακτηριστικά το θέτει ο ήρωας: «Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου». Ένας φαινομενικά απλός συμβιβασμός, που επιτρέπει στον κάθε πολίτη να συνεχίζει την καθημερινότητά του, χωρίς να διακινδυνεύει διώξεις, φυλακίσεις και οδυνηρές αναμετρήσεις με τους έχοντες την εξουσία.

3. Ποιοι είναι οι παράγοντες που κατά το συγγραφέα, έχουν αλλάξει τον ήρωα του διηγήματος, ώστε τελικά να προτιμήσει το «ψαράκι της γυάλας»;

Με το πέρασμα των χρόνων η αγωνιστική διάθεση του ήρωα έχει μειωθεί σημαντικά, καθώς έχοντας περάσει τα χρόνια της νεότητάς του σε συνεχή σύγκρουση με τους εκάστοτε κρατούντες κι έχοντας πληρώσει αυτή του τη μαχητικότητα με φυλακίσεις, εξορίες και πολλαπλές στερήσεις, απέκτησε αίφνης κάποια χρήματα που του επέτρεψαν να αγοράσει ένα σπιτάκι και να διασφαλίσει έτσι για τον εαυτό του μια πιο άνετη ζωή. Ο άλλοτε μαχητικός νέος έχει τραπεί σ’ έναν μεσήλικα που έχει παχύνει και δεν έχει διάθεση να κάνει το οτιδήποτε∙ ακόμη και το να αλλάξει το νερό του χρυσόψαρου του φαίνεται μια βαρετή ασχολία.
Παρά το γεγονός ότι ο ήρωας δεν έχει παντρευτεί, ώστε να έχει τις ευθύνες μιας οικογένειας, και μόνο το ότι απέκτησε ένα δικό του σπίτι τού δημιουργεί ένα «γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν». Σε πλήρη αντίθεση με τις στερήσεις του παρελθόντος και με την πλήρη αδιαφορία για τις προσωπικές του ανάγκες, τώρα έχει τη δυνατότητα να ζει ελεύθερος σ’ ένα σπίτι με μια πόρτα που την ανοίγει όποτε θέλει και με παράθυρα που δεν έχουν κάγκελα, όπως είχαν αυτά της φυλακής. Τώρα μπορεί να κοιμάται σ’ ένα αναπαυτικό κρεβάτι, να ζεσταίνεται το χειμώνα με τη σόμπα και να έχει ψυγείο με παγάκια για τα καυτά καλοκαίρια. Μικρές ίσως ανέσεις, τις οποίες όμως «δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του».
Ο ήρωας, βέβαια, δεν έχει ξεκόψει πλήρως με το παρελθόν του, εφόσον συνεχίζει να πηγαίνει στις συγκεντρώσεις, όταν του το ζητούν, και να πληρώνει την κομματική συνδρομή του. Ωστόσο, τώρα προτιμά να αναπολεί τα μυθοποιημένα πια γεγονότα του παρελθόντος, καθισμένος στη σαιζ λογκ και ακούγοντας τραγούδια που αναφέρονται σ’ εκείνα τα δύσκολα χρόνια, παρά να βρίσκεται στη διαρκή εγρήγορση της νεότητάς του. Τώρα πια «ήταν μια χαρά βολεμένος» και δεν έβλεπε το λόγο να ξεκινήσει πάλι απ’ την αρχή το κυνηγητό και τις κακουχίες.
Ο ήρωας καταλαβαίνει πως είναι αναγκαία κι η δική του συμμετοχή για να πέσει το καθεστώς της δικτατορίας, μιας και δεν γίνεται να αποσυρθούν απ’ την εξουσία χωρίς την ύπαρξη δυναμικής αντίδρασης, ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά το εκφράζει ο ίδιος: «Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο». Τώρα πια δεν έχει το ψυχικό σθένος της νεότητάς του∙ τώρα η σκέψη ότι μπορεί κι εκείνος να γυρίσει στο σπίτι του και να παραμείνει εκεί ασφαλής, όπως κάνουν τόσοι και τόσοι συμπολίτες του, τον συγκινεί περισσότερο από το ενδεχόμενο να βρεθεί εκ νέου διωκόμενος και να διακινδυνεύσει το να φυλακιστεί για άλλη μια φορά.
Μη βρίσκοντας, βέβαια, μια πραγματική δικαιολογία για την επιλογή του να επιστρέψει στο σπίτι του, όπως θα ήταν το να έχει μια σύζυγο και οικογένεια, δίνει αίφνης υπέρμετρη σημασία στη μοναδική «ζωή» που τον περιμένει σπίτι του∙ στο ψαράκι στη γυάλα.  

4. Ποια είναι η στάση του συγγραφέα απέναντι στον ήρωά του; Φανερώνει αγανάκτηση, χλευασμό, ειρωνεία ή κατανόηση; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.

Ο συγγραφέας δείχνει επί της ουσίας κατανόηση απέναντι στον ήρωά του και στην κάμψη της αγωνιστικότητάς του, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν κι εκείνα τα στοιχεία ειρωνείας που καθιστούν πρόδηλη την πρόθεσή του να καταγγείλει την τάση πολλών ανθρώπων αγωνιστικού παρελθόντος να συμβιβάζονται και να παρασύρονται από τις ανέσεις του μικροαστικού βίου.
Ειδικότερα, η στάση κατανόησης γίνεται αντιληπτή απ’ το λεπτομερή τρόπο με τον οποίο καταγράφεται η εσωτερική πάλη του ήρωα σχετικά με το αν θα πρέπει να συμμετάσχει στα γεγονότα εκείνης της ημέρας ή όχι, καθώς και από την επισήμανση πως πρόκειται για έναν άνθρωπο που είχε ήδη περάσει τη μισή του ζωή στη φυλακή και στην εξορία. Όταν ο ήρωας μονολογεί: «Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατέβουν στο κέντρο οι νέοι», ακούμε τη φωνή ενός ανθρώπου με πολυετή ήδη αγωνιστική δράση, που έχει θυσιάσει τη νεότητά του στο να υπηρετεί την ιδεολογία του, μα δεν έχει πια την ψυχική αντοχή να συνεχίσει.
Αισθητή, βέβαια, γίνεται κι η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα απέναντι στον ήρωά του, όταν αναφέρεται σ’ εκείνες τις ανέσεις που τον κρατούν πια μακριά από την παλιά αγωνιστική του ζωή: «Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ». Ο συμβιβασμός του ήρωα προβάλλεται εδώ με σχεδόν σαρκαστικό τρόπο, εφόσον παρουσιάζεται να έχει εγκαταλείψει την ηρωική του στάση προκειμένου να απολαμβάνει την άνεση ενός μικρού δανέζικου σαλονιού, και τον αναπαυτικό ύπνο που του χαρίζει το «στρωματέξ». Σκοπίμως εδώ ο συγγραφέας επιλέγει την πλαστή λέξη «στρωματέξ» που παραπέμπει σε καταναλωτικό προϊόν, παρά την κανονική λέξη στρώμα, ώστε να τονίσει ακόμη περισσότερο τη διαβρωτική επίδραση του καταναλωτισμού.
Ακόμη πιο εμφανής γίνεται, πάντως, η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα όταν παρουσιάζει τον ήρωά του να ιεραρχεί το ψαράκι στη γυάλα ως πιο σημαντικό από την ανάγκη να λάβει μέρος στα γεγονότα εκείνης της ημέρας. Η περιγραφή του χρυσόψαρου και των χαριτωμένων κινήσεών του, όπως και το ενδεχόμενο του αιφνίδιου θανάτου του, σε περίπτωση που ο ήρωας δεν έσπευδε να του αλλάξει το νερό του, που αποκτά αίφνης μεγάλη βαρύτητα στη σκέψη του ήρωα, είναι στην πραγματικότητα μια δίχως υπόσταση δικαιολογία για την επιλογή του να επιστρέψει στην ασφάλεια του σπιτιού του. Σε αντίθεση με τα χρόνια του παρελθόντος κατά τα οποία οι άνθρωποι θυσίαζαν ακόμη και τη ζωή τους για χάρη των ιδανικών τους, ο ήρωας εμφανίζεται να αγωνιά για τη ζωή ενός χρυσόψαρου∙ ενός, ούτως ή άλλως, εφήμερου χρυσόψαρου.  

Πρόσθετες ερωτήσεις

1. Με ποιες αφηγηματικές τεχνικές εκφράζεται η σταδιακή αλλαγή της νοοτροπίας του ήρωα;

[Η περιγραφή, ο εσωτερικός μονόλογος, οι παρεμβάσεις και οι αναδρομικές αφηγήσεις είναι οι σπουδαιότερες τεχνικές αφήγησης που χρησιμοποιούνται και αποδίδουν τη σταδιακή αλλαγή στη συμπεριφορά του ήρωα.]

Περιγραφή: «Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ’ αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του.»
Εσωτερικός μονόλογος:  «Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ’ αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ’ έξω. Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ’ αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί;
«Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι».
Παρεμβάσεις: «Τώρα όποιος θα ‘θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο.»
Αναδρομικές αφηγήσεις: Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο άνθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου».

Ο συγγραφέας φροντίζει να μας παρουσιάσει μέσα από περιγραφές τις ανέσεις που είχε αποκτήσει πλέον ο ήρωας∙ ανέσεις που είχαν αμβλύνει την αγωνιστική του διάθεση. Με τη χρήση του εσωτερικού μονολόγου την έντονα συγκρουσιακή κατάσταση που βιώνει, εφόσον γνωρίζει πολύ καλά ποιο είναι το καθήκον του και τι αναμένεται από εκείνον με βάση το παρελθόν του, αλλά και την παρούσα ψυχική του διάθεση, η οποία φανερώνει έναν άνθρωπο που δεν έχει πια τη δύναμη να αντέξει νέες ταλαιπωρίες και νέες διώξεις. Με τις παρεμβάσεις ο συγγραφέας καυτηριάζει κάποιες από τις απόψεις του ήρωά του, όπως για παράδειγμα τη βολική, μα γενικόλογη θέση πως σύντομα οι δικτάτορες θα πέσουν. Ενώ, με τις αναδρομικές αφηγήσεις φροντίζει να παρουσιάσει την αγωνιστικότητα των νεανικών του χρόνων, καθώς και τη σταδιακή κάμψη αυτής.

2. Ποια είναι η σχέση του τίτλου με το διήγημα;

Ο τίτλος «Το ψαράκι της γυάλας» είναι ειρωνικός, υπό την έννοια πως συμβολίζει τον πλήρη συμβιβασμό του ήρωα και την απροθυμία του να εγκαταλείψει τις μικρές ανέσεις της αστικής του ζωής για χάρη των οφειλόμενων αγώνων που απαιτεί η προστασία της δημοκρατίας. Το ψαράκι της γυάλας, το οποίο στην αρχή αναφέρεται σχεδόν αδιάφορα, ως μια ακόμη από τις ασχολίες που προκαλούν ανία στον ήρωα, κατόπιν αποκτά μεγάλη βαρύτητα, εφόσον το ψαράκι αυτό είναι η μόνη «ζωούλα» της οποίας την ευθύνη έχει ο ίδιος, και, άρα, συνιστά τον μόνο «πραγματικό» λόγο που μπορεί να βρει προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφασή του να επιστρέψει στην ασφάλεια του σπιτιού του.
Αποτελεί, βέβαια, καυστικότατη ειρωνεία το γεγονός ότι ένα χρυσόψαρο αποκτά αίφνης τόση βαρύτητα, ώστε ένας παλαίμαχος αγωνιστής να εγκαταλείπει για χάρη του τις ευθύνες που του αναλογούν απέναντι στην προφύλαξη του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ειρωνεία που γίνεται πληρέστερα κατανοητή αν αναλογιστούμε ότι παλαιότερα οι άνθρωποι θυσίαζαν ακόμη και τη ζωή τους για χάρη των ιδανικών τους, ενώ τώρα ακόμη κι ένα τόσο εφήμερο χρυσόψαρο μπορεί να σταθεί ως ικανή αφορμή για να τους αποτρέψει από το να εκπληρώσουν το καθήκον τους απέναντι στη δημοκρατία και την ελευθερία.

3. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς γράφει πως ένα από τα θέματα του Χάκκα είναι “η ιδεολογία που ναυάγησε”. Να εξηγήσετε την άποψη αυτή με βάση το κείμενο.

Ο Χάκκας αποδίδει στα κείμενά του τον εκφυλισμό της αριστερής ιδεολογίας, η οποία ενώ κάποτε υπηρετούνταν από άτομα που πίστευαν πως μπορούν να δημιουργήσουν μια δίκαιη κοινωνία, χωρίς ταξικές διακρίσεις, συντρίφτηκε κατόπιν υπό την πίεση της πραγματικότητας. Ακόμη κι εκείνοι που ξεκίνησαν με τις αγαθότερες των προθέσεων αλλοτριώθηκαν στη συνέχεια από τις ανέσεις και τις ευκολίες που προσφέρει ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής. Ό,τι απέμεινε από την άλλοτε ισχυρή αυτή ιδεολογία είναι η τάση πολλών ανθρώπων να την υποστηρίζουν εντελώς υποκριτικά και επιφανειακά, αφού επί της ουσίας κανείς δεν θέλει να στερηθεί τα οφέλη του φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Η αριστερή ιδεολογία ναυάγησε, διότι κατέστη απολύτως προφανές πως ο κόσμος που οραματιζόταν είναι μια ανέφικτη ουτοπία. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν σε συνθήκες απόλυτης ισότητας -ιδίως όταν αυτή ταυτίζεται εν τέλει με συνθήκες αμοιβαίας οικονομικής εξαθλίωσης και φτώχιας-, ούτε έχουν καμία διάθεση να εγκαταλείψουν το υψηλό βιοτικό επίπεδο που μόνο ο φιλελευθερισμός μπορεί να τους διασφαλίσει. Προτιμούν, έτσι, να κάνουν βαρύγδουπες δηλώσεις σχετικά με την κοινωνική αδικία και τη βάρβαρη φύση του καπιταλισμού, αλλά να απολαμβάνουν αμέσως μετά τις θερινές διακοπές τους, τις καθημερινές ανέσεις και τα ταξίδια που τους διασφαλίζει το «βάρβαρο» αυτό οικονομικό σύστημα.
Με τον ίδιο τρόπο που σήμερα τους άλλοτε αγνούς αριστερούς έχουν αντικαταστήσει υποκριτικής διάθεσης -κατ’ όνομα μόνο- αριστεροί που τρέμουν μη χάσουν τα προνόμιά τους και την οικονομική τους άνεση, ο παλιός αγωνιστικός εαυτός του ήρωα έχει παραχωρήσει τη θέση του στον νέο «βολεμένο» εαυτό του, που δεν έχει καμία απολύτως διάθεση να διακινδυνεύσει την ασφάλειά του και τις ανέσεις του.  
Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί πως το πρώτο «ναυάγιο» της αριστερής ιδεολογίας επήλθε σε στρατιωτικό επίπεδο, καθώς οι αριστεροί θέλησαν να καταλάβουν την εξουσία με τη δύναμη των όπλων κι έσυραν τη χώρα σ’ έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, τον οποίο και έχασαν. Στη συνέχεια κι αφού συνειδητοποίησαν πως δεν μπορούν να πάρουν την εξουσία με τη βία, μετέφεραν τη «μάχη» σε ιδεολογικό επίπεδο, γνωρίζοντας, ωστόσο, συνεχείς ήττες, εφόσον οι πολίτες, έστω κι αν συγκινούνται σε θεωρητικό επίπεδο από τον «ιδανικό» κόσμο που οραματίζεται η αριστερά, δεν έχουν καμία απολύτως πρόθεση να εγκαταλείψουν τις ανέσεις του ρεαλιστικού φιλελεύθερου κόσμου.

4. “-Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε”. Ποια είναι η κοινωνική πραγματικότητα που αναδεικνύει το παραπάνω χωρίο;

Σε αντίθεση με τον ήρωα του διηγήματος, ο οποίος αν και τελικά αποφασίζει να μην εμπλακεί στα γεγονότα εκείνης της κρίσιμης ημέρας, έχει ωστόσο να επιδείξει ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό παρελθόν, και φτάνει στην παραίτηση μόνο μετά από αγωνιώδη εσωτερικό έλεγχο, υπήρχαν -όπως και υπάρχουν ακόμη- εκείνοι οι πολίτες που δεν έχουν πολιτική συνείδηση και πολιτικές ανησυχίες. Πολίτες που ενδιαφέρονται μόνο για τις καθημερινές τους ασχολίες και απολαύσεις χωρίς να νοιάζονται για το τι συμβαίνει γύρω τους. Πολίτες που διόλου δεν απασχολούν τη σκέψη τους με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας, καθώς οι ίδιοι είναι αφοσιωμένοι αποκλειστικά στις ατομικές τους επιδιώξεις και ενασχολήσεις.  

5. Στο τέλος του διηγήματος ο συγγραφέας λέει: “Για τ’ άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε τη δύναμη”. Να σχολιάσετε το παραπάνω χωρίο.

Ο ήρωας του διηγήματος, αν και ξεκινά τη μέρα του με την πρόθεση να βρεθεί εκεί που διαδραματίζονται τα σοβαρά για τη χώρα γεγονότα, καταλήγει στο να αποφύγει οποιαδήποτε εμπλοκή με αυτά, εφόσον συνειδητοποιεί πως δεν έχει πια το κουράγιο και τη δύναμη να δώσει το παρόν σε μια ακόμη κρίσιμη στιγμή της δημοκρατίας. Μέσα από μια διαδικασία αυτοελέγχου φτάνει στο οδυνηρό για τον ίδιο συμπέρασμα πως δεν είναι πια ο ίδιος που ήταν κάποτε. Τότε, στα νεανικά του χρόνια, μπορούσε να εκθέτει τον εαυτό του σε κινδύνους και κακουχίες, για χάρη των ιδανικών του, μα τώρα πια δεν έχει το ανάλογο ψυχικό σθένος. Τώρα πια σκέφτεται πως αν κάνει κι εκείνος «τη μικρή προσαρμογή» που έχουν κάνει κι οι άλλοι γύρω του∙ αν συμβιβαστεί κι εκείνος, θα μπορέσει να επιστρέψει στο σπίτι του και να αισθανθεί ασφαλής.
Επιλέγει, έτσι, να γυρίσει πίσω, δήθεν για να φροντίσει το χρυσόψαρό του, μα επί της ουσίας για να γλιτώσει τον εαυτό του από νέες δυσάρεστες περιπέτειες, αποδεχόμενος πως δεν έχει πια τη δύναμη για τα σοβαρά και τα μεγάλα. Καταλήγει, επομένως, ο ήρωας του διηγήματος να συμβιβαστεί με τον μικροαστικό του βίο, προτιμώντας τις ανέσεις του από το να θέσει τον εαυτό του σε κίνδυνο προκειμένου να εκπληρώσει το καθήκον του απέναντι στο δημοκρατικό πολίτευμα.

Μάριος Χάκκας (1931-1972)
Γεννήθηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας και μεγάλωσε στην Καισαριανή. Το 1954 τον συνέλαβαν λόγω των πολιτικών του φρονημάτων και καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση. Για δεύτερη φορά τον συνέλαβαν με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967. Ποιήματα: Όμορφο καλοκαίρι (1965). Διηγήματα: Ο μπιντές και άλλες ιστορίες (1970). Θεατρικά μονόπρακτα: Ενοχή, Αναζήτηση, Τα κλειδιά (1971).

Ιουλιανά

Στα τέλη Ιουνίου του 1965 το χάσμα ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εθνικής Αμύνης έφτασε στο χείριστο δυνατό σημείο και ο πρώτος –αποφασισμένος να αναλάβει πλέον προσωπικά την ηγεσία του υπουργείου- κάλεσε τον δεύτερο να υποβάλει την παραίτησή του, θεωρώντας τον συνυπεύθυνο για την τροπή που είχε πάρει η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Οι εξελίξεις από την κίνηση αυτή του Γ. Παπανδρέου ήταν ραγδαίες και απρόσμενες. Ο Π. Γαρουφαλιάς, με την προφανή κάλυψη του θρόνου, αρνήθηκε να εκτελέσει την εντολή του πρωθυπουργού, δημιουργώντας μια άνευ προηγούμενου εμπλοκή στην πολιτική ζωή. Ήταν η μόνη ίσως φορά που ένας υπουργός θεωρούσε το υπουργείο του ως ανεξάρτητο «φέουδο» στα πλαίσια του ενιαίου κυβερνητικού μηχανισμού και την υπουργική του ιδιότητα ως φορέα αυτοδύναμης εξουσίας, υπόλογης μόνον απέναντι στον θρόνο.
Η ρήξη στις σχέσεις Παπανδρέου-Γαρουφαλιά δημοσιοποιήθηκε την 1η Ιουλίου και τις αμέσως επόμενες μέρες το χάσμα μεγάλωσε, μετά από κάποιες ενέργειες του υπό απομάκρυνση υπουργού (πολιτική κάλυψη των μεθόδων που ακολουθούσαν οι ανακριτικές Αρχές για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ), που θεωρήθηκαν ως ανοιχτή πρόκληση. Έτσι, ο Γ. Παπανδρέου αποφάσισε την αποπομπή του υπουργού του (πράγμα που δικαιούτο κατά το Σύνταγμα) και ενημέρωσε σχετικά τον βασιλιά. Η απάντηση του άνακτα ήλθε μέσω του Πολιτικού Γραφείου του και υπήρξε απόλυτα αρνητική, γεγονός που εξέπληξε και εξόργισε τον πρωθυπουργό, ο οποίος θεώρησε ότι φαλκιδεύεται πλέον η ίδια η ουσία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Έτσι, διαβίβασε στον Κωνσταντίνο τις έντονες διαμαρτυρίες του και επανέλαβε την απαίτησή του για απομάκρυνση του Π. Γαρουφαλιά και ανάληψη του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας από τον ίδιο.
Από τις 8 Ιουλίου άρχισε μια αλληλογραφική διελκυστίνδα μεταξύ βασιλιά-πρωθυπουργού, που επιβεβαίωσε το βαθύ χάσμα ανάμεσα στους δύο βασικούς παράγοντες του πολιτεύματος.
Ο βασιλιάς επέστρεψε από την Κέρκυρα, όπου γεννήθηκε η διάδοχος Αλεξία, στην Αθήνα το πρωί της 15ης Ιουλίου και το βράδυ της ίδιας μέρας ορίστηκε η αποφασιστική αλλά και μοιραία συνάντησή του με τον πρωθυπουργό, που έμελλε να χαράξει τη νεότερη ελληνική πολιτική ιστορία. Στο μεταξύ, καταβάλλονταν απεγνωσμένες προσπάθειες βασικών στελεχών του κυβερνώντος κόμματος να πείσουν τον Γ. Παπανδρέου να υποχωρήσει (των Κ. Μητσοτάκη, Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, Σ. Στεφανόπουλου, Η. Τσιριμώκου κ.ά.), που όμως δεν έγιναν δεκτές. Παράλληλα, ο ακόμη υπουργός Εθνικής Άμυνας κινητοποιούσε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στην πρωτεύουσα για να προλάβει -όπως ισχυρίστηκε αργότερα- οχλοκρατικές εκδηλώσεις που υποτίθεται ότι θα υποκινούσε ο ακόμη νόμιμος πρωθυπουργός της χώρας.  
Η ιστορική συνάντηση έγινε στις 7 το απόγευμα και κράτησε ελάχιστα λεπτά. Σύμφωνα με μαρτυρίες που επιβεβαιώθηκαν και από τις δύο πλευρές, ο Γ. Παπανδρέου επέμεινε στην απαίτησή του και ο Κωνσταντίνος την απέρριψε αποφασιστικά. Στη συνέχεια διαμείφθηκε ο εξής διάλογος:
«- Ώστε, Μεγαλειότατε, ευρισκόμεθα εν διαφωνία.
- Δυστυχώς! Και αυτό σημαίνει ότι παραιτείσθε;
- Βεβαιότατα. Αύριο θα σας υποβάλω εγγράφως την παραίτησιν της κυβερνήσεώς μου.
- Δεν χρειάζεται, κύριε πρόεδρε. Μου αρκεί η προφορική υποβολή της. Θεωρώ την παραίτησίν σας δεδομένην από την στιγμήν αυτή».
Με τη συζήτηση αυτή τερματίστηκε η θητεία της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου, η οποία -με τον τρόπο που μεθοδεύτηκε και πραγματοποιήθηκε- είχε μάλλον τον χαρακτήρα απόλυσης παρά παραίτησης. Το γεγονός αυτό πυροδότησε την πιο μεγάλη πολιτική κρίση στη μεταπολεμική ιστορία του τόπου, που -όπως έδειξαν οι εξελίξεις- υπονόμευσε του κοινοβουλευτικούς θεσμούς και αυτόν ακόμα τον θρόνο.
Ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του Γ. Παπανδρέου συνοδεύτηκε από βασιλικούς χειρισμούς, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ερμηνευτούν παρά ως προσπάθεια διάσπασης της «Ένωσης Κέντρου». Πρώτη πράξη στην αλυσίδα των χειρισμών αυτών ήταν η ανάθεση της εντολής στον πρόεδρο της Βουλής Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, ο οποίος κλήθηκε εσπευσμένα από τη Βουλή και -εν αγνοία του Γ. Παπανδρέου- ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 8.22΄ το βράδυ, μια ώρα δηλαδή μετά τη συνάντηση Κωνσταντίνου-Παπανδρέου.
Σημειώνεται ότι, επισήμως, υποστηριζόταν η άποψη ότι ο βασιλιάς, σεβόμενος τη λαϊκή ετυμηγορία της 16ης Φεβρουαρίου 1964, είχε ορίσει κυβέρνηση απαρτιζόμενη αποκλειστικά από στελέχη της Ενώσεως Κέντρου.
Η αιφνίδια πολιτική αλλαγή προκάλεσε την οργή του ανατραπέντος πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, ο οποίος μίλησε για παραβίαση του πολιτεύματος εκ μέρους του ανώτατου άρχοντα και κάλεσε τον λαό σε νέο «ανένδοτο αγώνα» για την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας. Παράλληλα, χαρακτήρισε το νέο Υπουργικό Συμβούλιο «κυβέρνηση ανδρεικέλων» και «προδοτών».
Η «έκρηξη» του Γ. Παπανδρέου πυροδότησε μεγάλες σε έκταση και πάθος πολιτικές αναταραχές, που ξεκίνησαν από την επομένη της αποπομπής του και έμειναν στην ιστορία με τον όρο «Ιουλιανά». Η πρώτη αναμέτρηση ξεκίνησε με τις αιματηρές διαδηλώσεις που έγιναν το βράδυ της 16ης Ιουλίου και οδήγησαν στον τραυματισμό 50 περίπου διαδηλωτών και ισάριθμων αστυνομικών (πολλών σοβαρά). Τρεις μέρες αργότερα, ο Γ. Παπανδρέου οργάνωσε εντυπωσιακή «κάθοδο στην Αθήνα» επικεφαλής μεγάλης πομπής αυτοκινήτων και έγινε αντικείμενο θερμότατων εκδηλώσεων από τεράστιο πλήθος λαού, που δεν δίστασε να κραυγάσει αντιμοναρχικά συνθήματα. Η κατάσταση άρχισε να εκτραχύνεται από τις 22 Ιουλίου και την επομένη -κατά τη διάρκεια συγκρούσεων στο κέντρο της Αθήνας- βρήκε τον θάνατο ο νεαρός αριστερός φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας. Το γεγονός αυτό όξυνε στο έπακρο τα πνεύματα (ακούστηκαν συνθήματα για «κυβέρνηση του αίματος») και η κηδεία του άτυχου νέου έγινε αφορμή για μια εξαιρετικά μαχητική αντικυβερνητική αλλά και αντιβασιλική εκδήλωση.
Η έκταση και το πάθος των κινητοποιήσεων εκείνων αιφνιδίασαν του πάντες, ανεξάρτητα από ποια πλευρά βρίσκονταν, και γρήγορα οδήγησαν σε νέες πολιτικές ανακατατάξεις και ομογενοποιήσεις.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...