Αρχαία Ελληνικά: Ανώμαλα παραθετικά επιθέτων (σε -ίων, -ιστος) | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία Ελληνικά: Ανώμαλα παραθετικά επιθέτων (σε -ίων, -ιστος)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Katharina Jung

Αρχαία Ελληνικά: Ανώμαλα παραθετικά επιθέτων (σε -ίων, -ιστος)
 
Μερικά επίθετα της αρχαίας ελληνικής δε σχηματίζουν τα παραθετικά τους με τις παραθετικές καταλήξεις -τερος, -τατος, παρά παίρνουν στο συγκριτικό την κατάληξη -ίων (αρσ. και θηλ.), -ιον (ουδέτ.) και στο υπερθετικό την κατάληξη -ιστος, -ίστη, -ιστον. Επειδή τα παραθετικά αυτά σχηματίζονται πολλές φορές με διάφορες φθογγικές παθήσεις ή και με θέμα διαφορετικό από το θέμα του θετικού, λέγονται ανώμαλα παραθετικά. Τα επίθετα αυτά είναι:
 
1. ασχρός, ασχρά, ασχρόν (= επονείδιστος, κακοήθης, απρεπής, φαύλος)
Συγκριτικός: , ασχίων, τ ασχιον
Υπερθετικός: ασχιστος, ασχίστη, ασχιστον
 
Κλίση συγκριτικού
 
Ενικός
ασχίων, το ασχίονος, τ ασχίονι, τόν ασχίονα / ασχίω, () ασχιον
ασχίων, τς ασχίονος, τ ασχίονι, τήν ασχίονα / ασχίω, () ασχιον
τό ασχιον, το ασχίονος, τ ασχίονι, τό ασχιον, () ασχιον
 
Πληθυντικός
ο ασχίονεςσχίους, τν ασχιόνων, τος ασχίοσι(ν), τούς ασχίονας /ασχίους,  () ασχίονες /ασχίους
α ασχίονες /ασχίους, τν ασχιόνων, τας ασχίοσι(ν), τάς ασχίονας /ασχίους,  () ασχίονες /ασχίους
τά ασχίονα /ασχίω, τν ασχιόνων, τος ασχίοσι(ν), τά ασχίονα /ασχίω, () ασχίονα /ασχίω
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
ασχιστος, το ασχίστου, τ ασχίστ, τόν ασχιστον, () ασχιστε
ασχίστη, τς ασχίστης, τ ασχίστ, τήν ασχίστην, () ασχίστη
τό ασχιστον, το ασχίστου, τ ασχίστ, τό ασχιστον, () ασχιστον
 
Πληθυντικός
ο ασχιστοι, τν ασχίστων, τος ασχίστοις, τούς ασχίστους, () ασχιστοι
α ασχισται, τν ασχίστων, τας ασχίσταις, τάς ασχίστας, () ασχισται
τά ασχιστα, τν ασχίστων, τος ασχίστοις, τά ασχιστα, () ασχιστα
 
2. χθρός, χθρά, χθρόν (= εχθρός, μισητός, απεχθής)
Συγκριτικός: , χθίων, τ χθιον, και ομαλά: χθρότερος, χθροτέρα, τό χθρότερον
Υπερθετικός: χθιστος, χθίστη, τό χθιστον,  και ομαλά: χθρότατος, χθροτάτη, τό χθρότατον
 
Κλίση συγκριτικών βαθμών
 
Ενικός
χθίων, το χθίονος, τ χθίονι, τόν χθίονα / χθίω, () χθιον
χθίων, τς χθίονος, τ χθίονι, τήν χθίονα / χθίω, () χθιον
τό χθιον, το χθίονος, τ χθίονι, τό χθιον, () χθιον
 
Πληθυντικός
ο χθίονες /χθίους, τν χθιόνων, τος χθίοσι(ν), τούς χθίονας /χθίους,  () χθίονες /χθίους
α χθίονες /χθίους, τν χθιόνων, τας χθίοσι(ν), τάς χθίονας /χθίους,  () χθίονες /χθίους
τά χθίονα /χθίω, τν χθιόνων, τος χθίοσι(ν), τά χθίονα /χθίω, () χθίονα /χιίω
 
Ενικός
χθρότερος - το χθροτέρου - τ χθροτέρ - τό χθρότερον - () χθρότερε
χθροτέρα - τς χθροτέρας - τ χθροτέρ - τήν χθροτέραν - () χθροτέρα
τό χθρότερον - το χθροτέρου - τ χθροτέρ - τό χθρότερον - () χθρότερον
 
Πληθυντικός
ο χθρότεροι - τν χθροτέρων - τος χθροτέροις - τούς χθροτέρους - () χθρότεροι
α χθρότεραι - τν χθροτέρων - τας χθροτέραις - τάς χθροτέρας - () χθρότεραι
τά χθρότερα - τν χθροτέρων - τος χθροτέροις - τά χθρότερα - () χθρότερα
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
χθιστος, το χθίστου, τ χθίστ, τόν χθιστον, () χθιστε
χθίστη, τς χθίστης, τ χθίστ, τήν χθίστην, () χθίστη
τό χθιστον, το χθίστου, τ χθίστ, τό χθιστον, () χθιστον
 
Πληθυντικός
ο χθιστοι, τν χθίστων, τος χθίστοις, τούς χθίστους, () χθιστοι
α χθισται, τν χθίστων, τας χθίσταις, τάς χθίστας, () χθισται
τά χθιστα, τν χθίστων, τος χθίστοις, τά χθιστα, () χθιστα
 
Ενικός
χθρότατος, το χθροτάτου, τ χθροτάτ, τόν χθρότατον, () χθρότατε
χθροτάτη, τς χθροτάτης, τ χθροτάτ, τήν χθροτάτην, () χθροτάτη
τό χθρότατον, το χθροτάτου, τ χθροτάτ, τό χθρότατον, () χθρότατον
 
Πληθυντικός
ο χθρότατοι, τν χθροτάτων, τος χθροτάτοις, τούς χθροτάτους, () χθρότατοι
α χθρόταται, τν χθροτάτων, τας χθροτάταις, τάς χθροτάτας, () χθρόταται
τά χθρότατα, τν χθροτάτων, τος χθροτάτοις, τά χθρότατα, () χθρότατα
 
3. δύς, δεα, δύ (= γλυκός, ευχάριστος, (μτφρ) προσφιλής, ευπρόσδεκτος)
Συγκριτικός: , δίων, τ διον
Υπερθετικός: διστος, δίστη, τό διστον
 
Κλίση θετικού βαθμού
 
Ενικός
δύς, το δέος, τ δε, τόν δύν, () δύ
δεα, τς δείας, τ δεί, τήν δεαν, () δεα
τό δύ, το δέος, τ δε, τό δύ, () δύ
 
Πληθυντικός
ο δες, τν δέων, τος δέσι(ν), τούς δες, () δες
α δεαι, τν δειν, τας δείαις, τάς δείας, () δεαι
τά δέα, τν δέων, τος δέσι(ν), τά δέα, () δέα
 
Κλίση συγκριτικού βαθμού
 
Ενικός
δίων, το δίονος, τ δίονι, τόν δίονα /δίω, () διον
δίων, τς δίονος, τ δίονι, τήν δίονα /δίω, () διον
τό διον, το δίονος, τ δίονι, τό διον, () διον
 
Πληθυντικός
ο δίονες /δίους, τν διόνων, τος δίοσι(ν), τούς δίονας /δίους, () δίονες /δίους
α δίονες /δίους, τν διόνων, τας δίοσι(ν), τάς δίονας /δίους, () δίονες /δίους
τά δίονα /δίω, τν διόνων, τος δίοσι(ν), τά δίονα /δίω, () δίονα /δίω
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
διστος, το δίστου, τ δίστ, τόν διστον, () διστε
δίστη, τς δίστης, τ δίστ, τήν δίστην, () δίστη
τό διστον, το δίστου, τ δίστ, τό διστον, () διστον
 
Πληθυντικός
ο διστοι, τν δίστων, τος δίστοις, τούς δίστους, () διστοι
α δισται, τν δίστων, τας δίσταις, τάς δίστας, () δισται
τά διστα, τν δίστων, τος δίστοις, τά διστα, () διστα
 
4. καλός, καλή, καλόν (= ωραίος, όμορφος, δίκαιος, έντιμος, ευγενής)
Συγκριτικός: , καλλίων, τ κάλλιον
Υπερθετικός: κάλλιστος, καλλίστη, τό κάλλιστον
 
Κλίση συγκριτικού
 
Ενικός
καλλίων, το καλλίονος, τ καλλίονι, τόν καλλίονα ή καλλίω, () κάλλιον
καλλίων, τς καλλίονος, τ καλλίονι, τήν καλλίονα ή καλλίω, () κάλλιον
τό κάλλιον, το καλλίονος, τ καλλίονι, τό κάλλιον, () κάλλιον
 
Πληθυντικός
ο καλλίονες ή καλλίους, τν καλλιόνων, τος καλλίοσι(ν), τούς καλλίονας ή καλλίους,  () καλλίονες ή καλλίους
α καλλίονες ή καλλίους, τν καλλιόνων, τας καλλίοσι(ν), τάς καλλίονας ή καλλίους,  () καλλίονες ή καλλίους
τά καλλίονα ή καλλίω, τν καλλιόνων, τος καλλίοσι(ν), τά καλλίονα ή καλλίω, () καλλίονα ή καλλίω
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
κάλλιστος, το καλλίστου, τ καλλίστ, τον κάλλιστον, () κάλλιστε
καλλίστη, τς καλλίστης, τ καλλίστ, τήν καλλίστην, () καλλίστη
τό κάλλιστον, το καλλίστου, τ καλλίστ, τό κάλλιστον, () κάλλιστον
 
Πληθυντικός
ο κάλλιστοι, τν καλλίστων, τος καλλίστοις, τούς καλλίστους, () κάλλιστοι
α κάλλισται, τν καλλίστων, τας καλλίσταις, τάς καλλίστας, () κάλλισται
τά κάλλιστα, τν καλλίστων, τος καλλίστοις, τά κάλλιστα, () κάλλιστα
 
5. μέγας, μεγάλη, μέγα (= μεγάλος, υψηλός, ισχυρός, σπουδαίος, ορμητικός)
Συγκριτικός: , μείζων, τ μεζον
Υπερθετικός: μέγιστος, μεγίστη, τό μέγιστον
 
Κλίση συγκριτικού βαθμού
 
Ενικός
μείζων, το μείζονος, τ μείζονι, τόν μείζονα /μείζω, () μεζον
μείζων, τς μείζονος, τ μείζονι, τήν μείζονα /μείζω, () μεζον
τό μεζον, το μείζονος, τ μείζονι, τό μεζον, () μεζον
 
Πληθυντικός
ο μείζονες /μείζους, τν μειζόνων, τος μείζοσι(ν), τούς μείζονας /μείζους, () μείζονες /μείζους
α μείζονες /μείζους, τν μειζόνων, τας μείζοσι(ν), τάς μείζονας /μείζους, () μείζονες /μείζους
τά μείζονα /μείζω, τν μειζόνων, τος μείζοσι(ν), τά μείζονα /μείζω, () μείζονα /μείζω
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
μέγιστος, το μεγίστου, τ μεγίστ, τον μέγιστον, () μέγιστε
μεγίστη, τς μεγίστης, τ μεγίστ, τήν μεγίστην, () μεγίστη
τό μέγιστον, το μεγίστου, τ μεγίστ, τό μέγιστον, () μέγιστον
 
Πληθυντικός
ο μέγιστοι, τν μεγίστων, τος μεγίστοις, τούς μεγίστους, () μέγιστοι
α μέγισται, τν μεγίστων, τας μεγίσταις, τάς μεγίστας, () μέγισται
τά μέγιστα, τν μεγίστων, τος μεγίστοις, τά μέγιστα, () μέγιστα
 
6. ῥᾴδιος, ῥᾳδία, ῥᾴδιον & , ῥᾴδιος, τό ῥᾴδιον (= εύκολος, πρόθυμος, απερίσκεπτος)
Συγκριτικός: , ῥᾴων, τ ῥᾷον
Υπερθετικός: ῥᾷστος, ῥᾴστη, τό ῥᾷστον
 
Κλίση συγκριτικού βαθμού
 
Ενικός
ῥᾴων, το ῥᾴονος, τ ῥᾴονι, τόν ῥᾴονα /ῥᾴω, () ῥᾷον
ῥᾴων            , τς ῥᾴονος, τ ῥᾴονι, τήν ῥᾴονα /ῥᾴω, () ῥᾷον
τό ῥᾷον, το ῥᾴονος, τ ῥᾴονι, τό ῥᾷον, () ῥᾷον
 
Πληθυντικός
ο ῥᾴονες /ῥᾴους, τν ῥᾳόνων, τος ῥᾴοσι(ν), τούς ῥᾴονας /ῥᾴους, () ῥᾴονες /ῥᾴους
α ῥᾴονες /ῥᾴους, τν ῥᾳόνων, τας ῥᾴοσι(ν)       , τάς ῥᾴονας /ῥᾴους, () ῥᾴονες /ῥᾴους
τά ῥᾴονα /ῥᾴω          , τν ῥᾳόνων, τος ῥᾴοσι(ν), τά ῥᾴονα /ῥᾴω, () ῥᾴονα /ῥᾴω
 
Κλίση υπερθετικού βαθμού
 
Ενικός
ῥᾷστος, το ῥᾴστου, τ ῥᾴστ, τόν ῥᾷστον, () ῥᾷστε
ῥᾴστη, τς ῥᾴστης, τ ῥᾴστ, τήν ῥᾴστην, () ῥᾴστη
τό ῥᾷστον, το ῥᾴστου, τ ῥᾴστ, τό ῥᾷστον, () ῥᾷστον
 
Πληθυντικός
ο ῥᾷστοι, τν ῥᾴστων, τος ῥᾴστοις, τούς ῥᾴστους, () ῥᾷστοι
α ῥᾷσται, τν ῥᾴστων, τας ῥᾴσταις, τάς ῥᾴστας, () ῥᾷσται
τά ῥᾷστα, τν ῥᾴστων, τος ῥᾴστοις, τά ῥᾷστα, () ῥᾷστα
 
7. ταχύς, ταχεα, ταχύ (= γρήγορος, αιφνίδιος) 
Συγκριτικός: , θάττων, τ θττον
Υπερθετικός: τάχιστος, ταχίστη, τάχιστον
 
Κλίση συγκριτικού βαθμού
 
Ενικός
θάττων, το θάττονος, τ θάττονι, τόν θάττονα /θάττω, () θττον
θάττων, τς θάττονος, τ θάττονι, τήν θάττονα /θάττω, () θττον
τό θττον, το θάττονος, τ θάττονι, τό θττον, () θττον
 
Πληθυντικός
ο θάττονες /θάττους, τν θαττόνων, τος θάττοσι(ν), τούς θάττονας /θάττους, () θάττονες /θάττους
α θάττονες /θάττους, τν θαττόνων, τας θάττοσι(ν), τάς θάττονας /θάττους, () θάττονες /θάττους
τά θάττονα /θάττω, τν θαττόνων, τος θάττοσι(ν), τά θάττονα /θάττω, () θάττονα /θάττω
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
τάχιστος, το ταχίστου, τ ταχίστ, τον τάχιστον, () τάχιστε
ταχίστη, τς ταχίστης, τ ταχίστ, τήν ταχίστην, () ταχίστη
τό τάχιστον, το ταχίστου, τ ταχίστ, τό τάχιστον, () τάχιστον
 
Πληθυντικός
ο τάχιστοι, τν ταχίστων, τος ταχίστοις, τούς ταχίστους, () τάχιστοι
α τάχισται, τν ταχίστων, τας ταχίσταις, τάς ταχίστας, () τάχισται
τά τάχιστα, τν ταχίστων, τος ταχίστοις, τά τάχιστα, () τάχιστα
 
8. γαθός, γαθή, γαθόν (= καλός, γενναίος, ευγενής, ενάρετος)
Συγκριτικός: , μείνων, τ μεινον / Υπερθ: ριστος, ρίστη, ριστον
Συγκριτικός: , βελτίων, τ βέλτιον / Υπερθ: βέλτιστος, βελτίστη, τό βέλτιστον
Συγκριτικός: , κρείττων, τ κρεττον / Υπερθ: κράτιστος, κρατίστη, κράτιστον
Συγκριτικός: , λων, τ λον / Υπερθ: λστος, λστη, λστον
 
Κλίση συγκριτικού
 
Ενικός
μείνων, το μείνονος, τ μείνονι, τόν μείνονα /μείνω, () μεινον
μείνων, τς μείνονος, τ μείνονι, τήν μείνονα /μείνω, () μεινον
τό μεινον, το μείνονος, τ μείνονι, τό μεινον, () μεινον
 
Πληθυντικός
ο μείνονες /μείνους, τν μεινόνων, τος μείνοσι(ν), τούς μείνονας /μείνους, () μείνονες /μείνους
α μείνονες /μείνους, τν μεινόνων, τας μείνοσι(ν), τάς μείνονας /μείνους, () μείνονες /μείνους
τά μείνονα /μείνω, τν μεινόνων, τος μείνοσι(ν), τά μείνονα /μείνω, () μείνονα /μείνω
 
Ενικός
βελτίων, το βελτίονος, τ βελτίονι, τόν βελτίονα ή βελτίω, () βέλτιον
βελτίων, τς βελτίονος, τ βελτίονι, τήν βελτίονα ή βελτίω, () βέλτιον
τό βέλτιον, το βελτίονος, τ βελτίονι, τό βέλτιον, () βέλτιον
 
Πληθυντικός
ο βελτίονες ή βελτίους, τν βελτιόνων, τος βελτίοσι(ν), τούς βελτίονας ή βελτίους,  () βελτίονες ή βελτίους
α βελτίονες ή βελτίους, τν βελτιόνων, τας βελτίοσι(ν), τάς βελτίονας ή βελτίους,  () βελτίονες ή βελτίους
τά βελτίονα ή βελτίω, τν βελτιόνων, τος βελτίοσι(ν), τά βελτίονα ή βελτίω, () βελτίονα ή βελτίω
 
Ενικός
κρείττων, το κρείττονος, τ κρείττονι, τόν κρείττονα ή κρείττω, () κρεττον
κρείττων, τς κρείττονος, τ κρείττονι, τήν κρείττονα ή κρείττω, () κρεττον
τό κρεττον, το κρείττονος, τ κρείττονι, τό κρεττον, () κρεττον
 
Πληθυντικός
ο κρείττονες ή κρείττους, τν κρειττόνων, τος κρείττοσι(ν), τούς κρείττονας ή κρείττους, () κρείττονες ή κρείττους
α κρείττονες ή κρείττους, τν κρειττόνων, τας κρείττοσι(ν), τάς κρείττονας ή κρείττους, () κρείττονες ή κρείττους
τά κείττονα ή κρείττω, τν κρειττόνων, τος κρείττοσι(ν), τά κρείττονα ή κρείττω, () κρείττονα ή κρείττω
 
Ενικός
λων, το λονος, τ λονι, τόν λονα /λω, () λον
λων, τς λονος, τ λονι, τήν λονα /λω, () λον
τό λον, το λονος, τ λονι, τό λον, () λον
 
Πληθυντικός
ο λονεςους, τν λόνων, τος λοσι(ν), τούς λονας /λους, () λονες /λους
α λονες /λους, τν λόνων, τας λοσι(ν), τάς λονας /λους, () λονες /λους
τά λονα /λω, τν λόνων, τος λοσι(ν), τά λονα /λω, () λονα /λω
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
ριστος, το ρίστου, τ ρίστ, τόν ριστον, () ριστε
ρίστη, τς ρίστης, τ ρίστ, τήν ρίστην, () ρίστη
τό ριστον, το ρίστου, τ ρίστ, τό ριστον, () ριστον
 
Πληθυντικός
ο ριστοι, τν ρίστων, τος ρίστοις, τούς ρίστους, () ριστοι
α ρισται, τν ρίστων, τας ρίσταις, τάς ρίστας, () ρισται
τά ριστα, τν ρίστων, τος ρίστοις, τά ριστα, () ριστα
 
Ενικός
βέλτιστος, το βελτίστου, τ βελτίστ, τον βέλτιστον, () βέλτιστε
βελτίστη, τς βελτίστης, τ βελτίστ, τήν βελτίστην, () βελτίστη
τό βέλτιστον, το βελτίστου, τ βελτίστ, τό βέλτιστον, () βέλτιστον
 
Πληθυντικός
ο βέλτιστοι, τν βελτίστων, τος βελτίστοις, τούς βελτίστους, () βέλτιστοι
α βέλτισται, τν βελτίστων, τας βελτίσταις, τάς βελτίστας, () βέλτισται
τά βέλτιστα, τν βελτίστων, τος βελτίστοις, τά βέλτιστα, () βέλτιστα
 
Ενικός
κράτιστος, το κρατίστου, τ κρατίστ, τον κράτιστον, () κράτιστε
κρατίστη, τς κρατίστης, τ κρατίστ, τήν κρατίστην, () κρατίστη
τό κράτιστον, το κρατίστου, τ κρατίστ, τό κράτιστον, () κράτιστον
 
Πληθυντικός
ο κράτιστοι, τν κρατίστων, τος κρατίστοις, τούς κρατίστους, () κράτιστοι
α κράτισται, τν κρατίστων, τας κρατίσταις, τάς κρατίστας, () κράτισται
τά κράτιστα, τν κρατίστων, τος κρατίστοις, τά κράτιστα, () κράτιστα
 
Ενικός
λστος, το λστου, τ λστ, τόν λστον, () λστε
λστη, τς λστης, τ λστ, τήν λστην, () λστη
τό λστον, το λστου, τ λστ, τό λστον, () λστον
 
Πληθυντικός
ο λστοι, τν λστων, τος λστοις, τούς λστους, () λστοι
α λσται, τν λστων, τας λσταις, τάς λστας, () λσται
τά λστα, τν λστων, τος λστοις, τά λστα, () λστα
 
9. κακός, κακή, κακόν (= κακός, ανάξιος, άθλιος, οδυνηρός)
Συγκριτικός: , κακίων, τ κάκιον / Υπερθ: κάκιστος, κακίστη, τό κάκιστον
Συγκριτικός: , χείρων, τ χερον / Υπερθ: χείριστος, χειρίστη, τό χείριστον
 
Κλίση συγκριτικού
 
Ενικός
κακίων, το κακίονος, τ κακίονι, τόν κακίονα /κακίω, () κάκιον
κακίων, τς κακίονος, τ κακίονι, τήν κακίονα /κακίω, () κάκιον
τό κάκιον, το κακίονος, τ κακίονι, τό κάκιον, () κάκιον
 
Πληθυντικός
ο κακίονες /κακίους, τν κακιόνων, τος κακίοσι(ν), τούς κακίονας /κακίους, () κακίονες /κακίους
α κακίονες /κακίους, τν κακιόνων, τας κακίοσι(ν), τάς κακίονας /κακίους, () κακίονες /κακίους
τά κακίονα /κακίω, τν κακιόνων, τος κακίοσι(ν), τά κακίονα /κακίω, () κακίονα /κακίω
 
Ενικός
χείρων, το χείρονος, τ χείρονι, τόν χείρονα ή χείρω, () χερον
χείρων, τς χείρονος, τ χείρονι, τήν χείρονα ή χείρω, () χερον
τό χερον, το χείρονος, τ χείρονι, τό χερον, () χερον
 
Πληθυντικός
ο χείρονες ή χείρους, τν χειρόνων, τος χείροσι(ν), τούς χείρονας ή χείρους, () χείρονες ή χείρους
α χείρονες ή χείρους, τν χειρόνων, τας χείροσι(ν), τάς χείρονας ή χείρους, () χείρονες ή χείρους
τά χείρονα ή χείρω, τν χειρόνων, τος χείροσι(ν), τά χείρονα ή χείρω, () χείρονα ή χείρω
 
Κλίση υπερθετικών
 
Ενικός
κάκιστος, το κακίστου, τ κακίστ, τον κάκιστον, () κάκιστε
κακίστη, τς κακίστης, τ κακίστ, τήν κακίστην, () κακίστη
τό κάκιστον, το κακίστου, τ κακίστ, τό κάκιστον, () κάκιστον
 
Πληθυντικός
ο κάκιστοι, τν κακίστων, τος κακίστοις, τούς κακίστους, () κάκιστοι
α κάκισται, τν κακίστων, τας κακίσταις, τάς κακίστας, () κάκισται
τά κάκιστα, τν κακίστων, τος κακίστοις, τά κάκιστα, () κάκιστα
 
Ενικός
χείριστος, το χειρίστου, τ χειρίστ, τον χείριστον, () χείριστε
χειρίστη, τς χειρίστης, τ χειρίστ, τήν χειρίστην, () χειρίστη
τό χείριστον, το χειρίστου, τ χειρίστ, τό χείριστον, () χείριστον
 
Πληθυντικός
ο χείριστοι, τν χειρίστων, τος χειρίστοις, τούς χειρίστους, () χείριστοι
α χείρισται, τν χειρίστων, τας χειρίσταις, τάς χειρίστας, () χείρισται
τά χείριστα, τν χειρίστων, τος χειρίστοις, τά χείριστα, () χείριστα
 
10. μακρός, μακρά, μακρόν (= μακρύς, μακρινός, μακροχρόνιος)
Συγκριτικός: μακρότερος, μακροτέρα, τό μακρότερον
Υπερθετικός: μακρότατος, μακροτάτη, τό μακρότατον
Υπερθετικός: μήκιστος, μηκίστη, τό μήκιστον
 
Κλίση συγκριτικού βαθμού 
 
Ενικός
μακρότερος - το μακροτέρου - τ μακροτέρ - τό μακρότερον - () μακρότερε
μακροτέρα - τς μακροτέρας - τ μακροτέρ - τήν μακροτέραν - () μακροτέρα
τό μακρότερον - το μακροτέρου - τ μακροτέρ - τό μακρότερον - () μακρότερον
 
Πληθυντικός
ο μακρότεροι - τν μακροτέρων - τος μακροτέροις - τούς μακροτέρους - () μακρότεροι
α μακρότεραι - τν μακροτέρων - τας μακροτέραις - τάς μακροτέρας - () μακρότεραι
τά μακρότερα - τν μακροτέρων - τος μακροτέροις - τά μακρότερα - () μακρότερα
 
Κλίση υπερθετικών
 
Ενικός
μακρότατος - το μακροτάτου - τ μακροτάτ - τόν μακρότατον - () μακρότατε
μακροτάτη - τς μακροτάτης - τ μακροτάτ - τήν μακροτάτην - () μακροτάτη
τό μακρότατον - το μακροτάτου - τ μακροτάτ - τό μακρότατον - () μακρότατον
 
Πληθυντικός
ο μακρότατοι - τν μακροτάτων - τος μακροτάτοις - τούς μακροτάτους - () μακρότατοι
α μακρόταται - τν μακροτάτων - τας μακροτάταις - τάς μακροτάτας - () μακρόταται
τά μακρότατα - τν μακροτάτων - τος μακροτάτοις - τά μακρότατα - () μακρότατα
 
Ενικός
μήκιστος, το μηκίστου, τ μηκίστ, τόν μήκιστον, () μήκιστε
μηκίστη, τς μηκίστης, τ μηκίστ, τήν μηκίστην, () μηκίστη
τό μήκιστον, το μηκίστου, τ μηκίστ, τό μήκιστον, () μήκιστον
 
Πληθυντικός
ο μήκιστοι, τν μηκίστων, τος μηκίστοις, τούς μηκίστους, () μήκιστοι
α μήκισται, τν μηκίστων, τας μηκίσταις, τάς μηκίστας, () μήκισται
τά μήκιστα, τν μηκίστων, τος μηκίστοις, τά μήκιστα, () μήκιστα
 
11. μικρός, μικρά, μικρόν (= μικρός, λίγος, μηδαμινός, ασήμαντος)
Συγκριτικός: μικρότερος, μικροτέρα, τό μικρότερον
Υπερθετικός: μικρότατος, μικροτάτη, τό μικρότατον
Συγκριτικός: , λάττων, τ λαττον / Υπερθ: λάχιστος, λαχίστη, τό λάχιστον
Συγκριτικός: , ττων, τ ττον / Υπερθ: κιστος, κίστη, τό κιστον
Το κιστα (πληθυντικό ουδετέρου, υπερθετικού) σε επιρρηματική χρήση: = ελάχιστα
 
Κλίση συγκριτικών
 
Ενικός
μικρότερος - το μικροτέρου - τ μικροτέρ - τό μικρότερον - () μικρότερε
μικροτέρα - τς μικροτέρας - τ μικροτέρ - τήν μικροτέραν - () μικροτέρα
τό μικρότερον - το μικροτέρου - τ μικροτέρ - τό μικρότερον - () μικρότερον
 
Πληθυντικός
ο μικρότεροι - τν μικροτέρων - τος μικροτέροις - τούς μικροτέρους - () μικρότεροι
α μικρότεραι - τν μικροτέρων - τας μικροτέραις - τάς μικροτέρας - () μικρότεραι
τά μικρότερα - τν μικροτέρων - τος μικροτέροις - τά μικρότερα - () μικρότερα
 
Ενικός
λάττων, το λάττονος, τ λάττονι, τόν λάττονα /λάττω, () λαττον
λάττων, τς λάττονος, τ λάττονι, τήν λάττονα /λάττω, () λαττον
τό λαττον, το λάττονος, τ λάττονι, τό λαττον, () λαττον
 
Πληθυντικός
ο λάττονες /λάττους, τν λαττόνων, τος λάττοσι(ν), τούς λάττονας /λάττους, () λάττονες /λάττους
α λάττονες /λάττους, τν λαττόνων, τας λάττοσι(ν), τάς λάττονας /λάττους, () λάττονες /λάττους
τά λάττονα /λάττω, τν λαττόνων, τος λάττοσι(ν), τά λάττονα /λάττω, () λάττονα /λάττω
 
Ενικός
ττων, το ττονος, τ ττονι, τόν ττονα, () ττον
ττων, τς ττονος, τ ττονι, τήν ττονα, () ττον
τό ττον, το ττονος, τ ττονι, τό ττον, () ττον
 
Πληθυντικός
ο ττονες /ττους, τν ττόνων, τος ττοσι(ν), τούς ττονας /ττους, () ττονες /ττους
α ττονες /ττους, τν ττόνων, τας ττοσι(ν), τάς ττονας /ττους, () ττονες /ττους
τά ττονα /ττω, τν ττόνων, τος ττοσι(ν), τά ττονα /ττω, () ττονα /ττω
 
Κλίση υπερθετικών
 
Ενικός
μικρότατος - το μικροτάτου - τ μικροτάτ - τόν μικρότατον - () μικρότατε
μικροτάτη - τς μικροτάτης - τ μικροτάτ - τήν μικροτάτην - () μικροτάτη
τό μικρότατον - το μικροτάτου - τ μικροτάτ - τό μικρότατον - () μικρότατον
 
Πληθυντικός
ο μικρότατοι - τν μικροτάτων - τος μικροτάτοις - τούς μικροτάτους - () μικρότατοι
α μικρόταται - τν μικροτάτων - τας μικροτάταις - τάς μικροτάτας - () μικρόταται
τά μικρότατα - τν μικροτάτων - τος μικροτάτοις - τά μικρότατα - () μικρότατα
 
Ενικός
λάχιστος, το λαχίστου, τ λαχίστ, τόν λάχιστον, () λάχιστε
λαχίστη, τς λαχίστης, τ λαχίστ, τήν λαχίστην, () λαχίστη
τό λάχιστον, το λαχίστου, τ λαχίστ, τό λάχιστον, () λάχιστον
 
Πληθυντικός
ο λάχιστοι, τν λαχίστων, τος λαχίστοις, τούς λαχίστους, () λάχιστοι
α λάχισται, τν λαχίστων, τας λαχίσταις, τάς λαχίστας, () λάχισται
τά λάχιστα, τν λαχίστων, τος λαχίστοις, τά λάχιστα, () λάχιστα
 
Ενικός
κιστος, το κίστου, τ κίστ, τόν κιστον, () κιστε
κίστη, τς κίστης, τ κίστ, τήν κίστην, () κίστη
τό κιστον, το κίστου, τ κίστ, τό κιστον, () κιστον
 
Πληθυντικός
ο κιστοι, τν κίστων, τος κίστοις, τούς κίστους, () κιστοι
α κισται, τν κίστων, τας κίσταις, τάς κίστας, () κισται
τά κιστα, τν κίστων, τος κίστοις, τά κιστα, () κιστα
 
12. λίγος, λίγη, λίγον (= πολύ λίγος, μικρός)
Συγκριτικός: , μείων, τ μεον / Υπερθ: λίγιστος, λιγίστη, τό λίγιστον
 
Κλίση συγκριτικού
 
Ενικός
μείων, το μείονος, τ μείονι, τόν μείονα, () μεον
μείων, τς μείονος, τ μείονι, τήν μείονα, () μεον
τό μεον, το μείονος, τ μείονι, τό μεον, () μεον
 
Πληθυντικός
ο μείονες /μείους, τν μειόνων, τος μείοσι(ν), τούς μείονας /μείους, () μείονες /μείους
α μείονες /μείους, τν μειόνων, τας μείοσι(ν), τάς μείονας /μείους, () μείονες /μείους
τά μείονα /μείω, τν μειόνων, τος μείοσι(ν), τά μείονα /μείω, () μείονα /μείω
 
Κλίση υπερθετικού
 
Ενικός
λίγιστος, το λιγίστου, τ λιγίστ, τόν λίγιστον, () λίγιστε
λιγίστη, τς λιγίστης, τ λιγίστ, τήν λιγίστην, () λιγίστη
τό λίγιστον, το λιγίστου, τ λιγίστ, τό λίγιστον, () λίγιστον
 
Πληθυντικός
ο λίγιστοι, τν λιγίστων, τος λιγίστοις, τούς λιγίστους, () λίγιστοι
α λίγισται, τν λιγίστων, τας λιγίσταις, τάς λιγίστας, () λίγισται
τά λίγιστα, τν λιγίστων, τος λιγίστοις, τά λίγιστα, () λίγιστα
 
13. πολύς, πολλή, πολύ (= πολύς, ισχυρός, πυκνός, σπουδαίος)
Συγκριτικός: , πλείων, τ πλέον / Υπερθ: πλεστος, πλείστη, τό πλεστον
 
Κλίση θετικού βαθμού
 
Ενικός
πολύς, το πολλο, τ πολλ, τόν πολύν, () πολύ
πολλή, τς πολλς, τ πολλ, τήν πολλήν, () πολλή
τό πολύ, το πολλο, τ πολλ, τό πολύ, () πολύ
 
Πληθυντικός
ο πολλοί, τν πολλν, τος πολλος, τούς πολλούς, () πολλοί
α πολλαί, τν πολλν, τας πολλας, τάς πολλάς, () πολλαί
τά πολλά, τν πολλν, τος πολλος, τά πολλά, () πολλά
 
Κλίση συγκριτικού βαθμού
 
Ενικός
πλείων, το πλείονος, τ πλείονι, τόν πλείονα /πλείω, () πλεον
πλείων, τς πλείονος, τ πλείονι, τήν πλείονα /πλείω, () πλεον
τό πλέον, το πλείονος, τ πλείονι, τό πλέον, () πλέον
 
Πληθυντικός
ο πλείονες /πλείους, τν πλειόνων, τος πλείοσι(ν), τούς πλείονας /πλείους, () πλείονες /πλείους
α πλείονες /πλείους, τν πλειόνων, τας πλείοσι(ν), τάς πλείονας /πλείους, () πλείονες /πλείους
τά πλείονα /πλείω, τν πλειόνων, τος πλείοσι(ν), τά πλείονα /πλείω, () πλείονα /πλείω
 
Κλίση υπερθετικού βαθμού
 
Ενικός
πλεστος, το πλείστου, τ πλείστ, τόν πλεστον     , () πλεστε
πλείστη, τς πλείστης, τ πλείστ, τήν πλείστην, () πλείστη
τό πλεστον, το πλείστου, τ πλείστ, τό πλεστον, () πλεστον
 
Πληθυντικός
ο πλεστοι, τν πλείστων, τος πλείστοις, τούς πλείστους, () πλεστοι
α πλεσται, τν πλείστων, τας πλείσταις, τάς πλείστας, () πλεσται
τά πλεστα, τν πλείστων, τος πλείστοις, τά πλεστα, () πλεστα

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...