Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος «Ανυπόταχτη πολιτεία». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος «Ανυπόταχτη πολιτεία». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιάννης Ρίτσος «Ανυπόταχτη πολιτεία» (2η Ενότητα)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Elena Shumilova

Γιάννης Ρίτσος «Ανυπόταχτη πολιτεία» (2η Ενότητα)

Η ποίηση του Ρίτσου (1909-1990) είναι πολυφωνική και πολύμορφη. Κύρια χαρακτηριστικά της ο όγκος, η πολυμέρεια, ο πληθωρικός λυρισμός και ο προβληματισμός που αναφέρεται στην κοινωνική δράση των ανθρώπων και στις ιδέες τους. Επίσης στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου, στα συναισθήματα και τις αντιδράσεις του, όπως εντάσσονται στη σφαίρα της συλλογικής (εθνικής και παγκόσμιας) αλληλεγγύης. Οι οραματισμοί του ποιητή για έναν κόσμο καλύτερο, θα τονώσουν ακόμη περισσότερο την πίστη του στον άνθρωπο και θα μπολιάσουν την ποίησή του με μια κατά βάση ηρωική αισιοδοξία και αγωνιστική διάθεση. Την ποίησή του θα τη χρησιμοποιήσει ως όπλο στον αγώνα για ελευθερία, ισότητα και ειρήνη. Κέντρο της ποίησής του θα παραμένει πάντα ο άνθρωπος.
Η Ανυπόταχτη πολιτεία (που αποτελείται από XX ενότητες) γράφτηκε από τον Αύγουστο του 1952 ως το Φεβρουάριο του 1953, όταν ο Ρίτσος επέστρεψε από τον Αϊ-Στράτη, όπου είχε εξοριστεί. Ο ποιητής επιστρέφοντας νιώθει ένα οδυνηρό ξάφνιασμα από τη μορφή που πάει να πάρει η «ανυπόταχτη πολιτεία», η ηρωική Αθήνα. Η πολιτεία, διόλου ανυπόταχτη τώρα, συνεχίζει τη ζωή της μέσα στις καινούριες συνθήκες, όπου τίποτε δε θυμίζει τους νωπούς αγώνες, τίποτε δε δικαιώνει τις θυσίες. Η εικόνα αυτή κάνει τον ποιητή επιθετικό και ειρωνικό απέναντι στους συμβιβασμένους, τους βολεμένους. Η λήθη των μεγάλων αγώνων, οι αμβλυμμένες συνειδήσεις, η προσαρμογή στη νέα κατάσταση, η ξενοκρατία και η φαυλότητα εξοργίζουν τον ποιητή, που δεν παύει ωστόσο να κηρύττει την αγάπη, ούτε παραιτείται από τον οραματισμό του και τον πόθο του για ειρήνη, για «ένα τραγούδι που θα κάνει ελεύθερο τον κόσμο», όπως γράφει σ’ ένα στίχο. Το απόσπασμά μας είναι η II ενότητα.

ΙΙ

Η πολιτεία περνάει μέσ’ απ’ τα φώτα της.
Η πολιτεία ανάβει τις φουφούδες της μεσοκαλόκαιρα στις
γωνιές των δρόμων.
Η πολιτεία μοσκοβολάει ψημένο καλαμπόκι.

Η νέα όψη της Αθήνας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα της εξαθλιωμένης πόλης που μαστιζόταν απ’ την πείνα και το φονικό χειμώνα των χρόνων της Κατοχής. Έρχεται σε αντίθεση και με την εικόνα των οδοφραγμάτων και των συνεχών συγκρούσεων που σκορπούσαν το θάνατο και την καταστροφή στα χρόνια του εμφυλίου. Τώρα είναι μια φωταγωγημένη πόλη, με κίνηση στους δρόμους, και το άρωμα του ψημένου καλαμποκιού να φέρνει στη σκέψη αφθονία και στιγμές ξεγνοιασιάς.
Οι αναμμένες φουφούδες μεσοκαλόκαιρα τονίζουν την αίσθηση ζεστασιάς και αποδιώχνουν τις επώδυνες μνήμες του κρύου και της απόγνωσης που τόσο είχαν πληγώσει τους ανθρώπους της τα προηγούμενα χρόνια. Η ζωή μοιάζει να αψηφά την προηγουμένως απόλυτη κυριαρχία του θανάτου στους δρόμους της αθηναϊκής πολιτείας, φέρνοντας εκ νέου ζεστασιά, ηρεμία και αισιοδοξία. Μα, συνάμα, η πόλη μοιάζει να ξεχνά και τους αγώνες που έδινε ελάχιστα χρόνια πριν για την κοινωνική και πολιτική αναμόρφωση του τόπου∙ μοιάζει να ξεχνά την προσδοκία της για μια κοινωνία πιο δίκαιη, απαλλαγμένη απ’ τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της ανισοκατανομής των αγαθών.

Α, πολιτεία, πολιτεία, αγαπημένη μου,
με τους κεραυνούς σου μυστικά αποθηκευμένους
στους υπόνομους
κάτου στα υπόγεια, βαθιά βαθιά, με το χτικιό, με τη φτώχεια,
με την τρέλα.

Η προσφώνηση στην αγαπημένη πολιτεία κρύβει μια πικρή διάθεση ειρωνείας για τη γοργή ανατροπή των πρότερων επιδιώξεων που διακρίνει τους πολίτες της, και για την εμφανή πρόθεσή τους να λησμονήσουν τους αγώνες τους. Είναι έτοιμοι να συμβιβαστούν με όσα προηγουμένως αγωνίστηκαν ν’ ανατρέψουν∙ είναι έτοιμοι ν’ αφήσουν πίσω τους τον αγώνα και τις ελπίδες τους μόνο και μόνο για να επανέλθουν σε μια κατάσταση απαθούς γαλήνης και σε μια επίπλαστη ευημερία που βασίζεται στη μεγάλη οικονομική βοήθεια που προσέφεραν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής προκειμένου να απομακρύνουν την Ελλάδα από τον κομμουνιστικό «κίνδυνο».
Οι κεραυνοί της πολιτείας, η αγωνιστική της διάθεση, η επιθυμία της για ανατροπή όσων την καταπιέζουν, έχουν αποθηκευτεί μυστικά, έχουν κρυφτεί ένοχα στους υπονόμους και στα υπόγεια. Έχουν κρυφτεί οι πιο γόνιμες δυνάμεις της πολιτείας, με την ίδια ένοχη υποκρισία που μια πόλη θέλει να κρύβει -και θέλει να κάνει σαν να μην υπάρχουν- τους φυματικούς (το χτικιό: αναφέρεται στη φυματίωση, μια μεταδοτική ασθένεια που είχε στοιχίσει πολλές ανθρώπινες ζωές τα προηγούμενα χρόνια∙ ασθένεια απ’ την οποία είχε νοσήσει κι ο ίδιος ο ποιητής), τους φτωχούς και τους τρελούς.
Η πολιτεία κρύβει επιμελώς τους ανθρώπους της που συνεχίζουν να πιστεύουν στη δύναμη του αγώνα και της πάλης, όπως θέλει να κρύβει και καθετί άλλο που αμαυρώνει την καλή της εικόνα. Σε ό,τι αφορά μάλιστα τους Κομμουνιστές, η πολιτεία είχε θέσει εκτός νόμου του κομμουνιστικό κόμμα (ήδη από το 1936 επί Ι. Μεταξά και ξανά το 1947 επί Θ. Σοφούλη), κι είχε εξαπολύσει αμέσως μετά τον εμφύλιο μια ανελέητη δίωξη εναντίον τους, επιβάλλοντας έτσι ένα επαχθές κλίμα φόβου, που οδηγούσε γοργά στην αποσιώπηση κάθε αγωνιστικής ιδέας και επιθυμίας.  
Θα πρέπει, ωστόσο, να προσεχθεί πως παρά την πρόθεσή του να καυτηριάσει τις αρνητικές πτυχές της ελληνικής πολιτείας, ο Γιάννης Ρίτσος αισθάνεται πραγματική αγάπη για τη χώρα του. Κι είναι αυτή η αγάπη που τον ώθησε να παλέψει στο πλευρό της κομμουνιστικής παράταξης και να γνωρίσει στη συνέχεια πλείστες ταλαιπωρίες στους τόπους της εξορίας. Ο ποιητής θα ήθελε να έχουν αντιληφθεί οι συμπολίτες του την πραγματική τους δύναμη, θα ήθελε να έχουν αποτινάξει τις πολιτικές και οικονομικές τους εξαρτήσεις από άλλες ισχυρότερες χώρες, θα ήθελε να έχει επικρατήσει ένας δικαιότερος τρόπος διαβίωσης και αντίληψης, αλλά έστω και χωρίς να έχουν επιτευχθεί ακόμη αυτά, δεν παύει να νοιάζεται και ν’ αγαπά τον τόπο του∙ δεν παύει να ελπίζει πως ίσως στο μέλλον επέλθουν οι καίριες αυτές αλλαγές. Γι’ αυτό, άλλωστε, εκφράζει τις σκέψεις του, γι’ αυτό «επικρίνει» την αγαπημένη του πολιτεία.

Α πολιτεία μου του τίμιου ιδρώτα,
η νύχτα σου με το εκδρομικό της σακίδιο στον ώμο της
γυρνώντας απ’ την Κυριακή προς τη Δευτέρα, με
τις πευκοβελόνες στα μαλλιά της
και με το κοκκινόχωμα στα χέρια της — Ανυπόταχτη, ανυπό-
ταχτη, ανυπόταχτη,
σπιθίζοντας την οργή σου κάτου απ’ τ’ άπληστα ρουθούνια
των εμπόρων
φτιάχνοντας σκάλες με τα δεκανίκια των ανάπηρων
για ένα πολύ ψηλό σπίτι
για ένα πολύ ψηλό βουνό
για έναν πολύ ψηλό ουρανό
να φτάσεις το πόμολο του ήλιου
και ν’ ανοίξεις την πόρτα στον κόσμο.
Ακούστε αυτό το τρίξιμο της πόρτας
μέσα σ’ όλη την έκταση της νύχτας
πάνου απ’ τους γλόμπους των θυρωρείων, πάνου απ’
τις πινακίδες
όπου χασμουριούνται τα κλειδιά των απόστρατων.
Αχ πολιτεία αλλοπαρμένη με τα ροζιασμένα χέρια σου.
Ακούστε αυτό το τρίξιμο της πόρτας.

Ο ποιητής προσφωνεί εκ νέου την πολιτεία, την πολιτεία του, και αντικρίζει με συμπάθεια τους νέους τρόπους της. Τώρα πια, οι λίγα χρόνια πριν αγωνιζόμενοι για τα δικαιώματά τους, έχουν μπει σε ειρηνικούς ρυθμούς ζωής εξαργυρώνοντας τη σκληρή δουλειά της εβδομάδας με μια εκδρομή το Σαββατοκύριακο. Οι άνθρωποι αποζητούν τη διασκέδαση, την ξεγνοιασιά και τη γαλήνη∙ επιστρέφουν απ’ τις εκδρομές του με τις πευκοβελόνες στα μαλλιά και το κοκκινόχωμα στα χέρια, έτοιμοι για να πιάσουν απ’ την αρχή τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας.
Η τριπλή επανάληψη της λέξης «ανυπόταχτη» ηχεί πολλαπλώς ειρωνικά, μιας κι οι πολίτες έχουν ήδη λησμονήσει τους αγώνες των προηγούμενων ετών, κι έχουν υποταχτεί πολύ γρήγορα σ’ έναν τρόπο ζωής που τους κρατά σε απόσταση ασφαλείας από τις διεκδικήσεις και τις θυσίες που απαιτεί η ριζική αλλαγή της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης.
Ως μόνη υπόμνηση της αλλοτινής ορμής για μια ουσιαστική ανατροπή των δομών εκμετάλλευσης είναι η οργή που ακόμη προκύπτει απέναντι στην απληστία των εμπόρων, απέναντι σε ό,τι συμβολίζει την έννοια του καπιταλισμού. Μα, αυτό δεν είναι παρά μια επίφαση αντίδρασης, καθώς επί της ουσίας οι πολίτες έχουν αποδεχτεί αυτόν τον τρόπο σκέψης, και το αποδεικνύουν με τη στάση τους. Επιχειρούν ένα ανέβασμα βιοτικού επιπέδου, ένα ανέβασμα οικονομικής ανάπτυξης βασιζόμενοι στα «δεκανίκια των αναπήρων»∙ πάνω σε σαθρά θεμέλια και με έξωθεν χορηγούμενους πόρους επιχειρούν να φτιάξουν μια σκάλα που θα τους επιτρέψει ν’ ανέβουν σ’ ένα πολύ ψηλό σπίτι, σ’ ένα πολύ ψηλό βουνό, κι ακόμη παραπέρα σ’ έναν πολύ ψηλό ουρανό που θα τους επιτρέψει να φτάσουν στο πόμολο του ήλιου και ν’ ανοίξουν την πόρτα σ’ έναν διαφορετικό κόσμο. Σαφής εδώ η ειρωνεία του ποιητή απέναντι στις παράλογες αξιώσεις των ανθρώπων για μια συνεχή ανοδική πορεία, όταν δεν έχουν καν δημιουργήσει τις σωστές βάσεις, όταν δεν έχουν ούτε τις ελάχιστες υποδομές για όσα επιδιώκουν. Παρασύρονται από την υπερβολή και την υποτιθέμενα δίχως τέλος ευημερία του καπιταλισμού, χτίζοντας τα παλάτια της μελλοντικής τους οικονομικής επιφάνειας στα πλέον σαθρά θεμέλια.
Ωστόσο, ακόμη και μέσα στην παραζάλη αυτής της ανόητης επιθυμίας για ολοένα και μεγαλύτερη οικονομική άνοδο, μπορεί κανείς ν’ ακούσει το «τρίξιμο της πόρτας»∙ μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί το ξύπνημα των νωθρών συνειδήσεων και τη συνειδητοποίηση της παγίδας στην οποία έχουν πέσει. Το τρίξιμο της πόρτας ακούγεται σ’ όλη την έκταση της νύχτας –κι ακούγεται τη νύχτα καθώς οι πολίτες μοιάζουν να έχουν αποκοιμηθεί στα μάτια του ποιητή, μοιάζουν να κινούνται σε μια κατάσταση ονείρου, έτσι όπως συμπεριφέρονται. Η αναφορά, μάλιστα, στα κλειδιά των απόστρατων που χασμουριούνται, υποδηλώνει πως οι άνθρωποι εκείνοι που κατ’ ανάγκη εγκατέλειψαν τον αγώνα, δεν απέχουν πολύ απ’ το ν’ ακούσουν το τρίξιμο της πόρτας και ν’ αφυπνιστούν ξανά.
Εύλογη η γεμάτη τρυφερότητα προσφώνηση προς την αλλοπαρμένη πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια∙ την πολιτεία των εργατών που φαντάζεται πως μπορεί να βαδίσει αναίμακτα στο δρόμο του καπιταλισμού∙ σ’ έναν δρόμο για τον οποίο σαφώς δεν είναι έτοιμη και τον οποίο δεν έχει κανένα λόγο ν’ ακολουθήσει. Γι’ αυτό κι ο ποιητής προτρέπει τους πολίτες ν’ ακούσουν το τρίξιμο της πόρτας.

Δυο εργάτες με τις φόρμες τους περνούν πιασμένοι σβέρκο
σβέρκο.
Ένα κορίτσι αφήνει χάμου τους κουβάδες του
για να μπορέσει να χαμογελάσει.
Οι στύλοι του τηλέγραφου δρασκελούν με τα μακριά τους
πόδια το σκοτάδι.

Άνθρωποι με σκυφτό κεφάλι γυρνούν κοιτάζοντας το χώμα
σαν να μετράν τη γη και το μάκρος των τάφων και το μάκρος
του ίσκιου τους
σα να ψάχνουν για το κλειδί του σπιτιού τους και για την
καρδιά τους.
Ο αγέρας μιας πυρκαγιάς φουσκώνει τα σκισμένα τους
πουκάμισα.

Οι εικόνες που συλλέγει ο ποιητής απ’ την πολιτεία γύρω του δείχνουν την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα των απλών ανθρώπων του μόχθου (οι αγκαλιασμένοι εργάτες, το κορίτσι που θέλει να χαμογελάσει)∙ τα σύμβολα της τεχνολογικής ανάπτυξης (οι στύλοι του τηλέγραφου), μα και τη θλίψη των απλών ανθρώπων. Με σκυμμένο κεφάλι -ένδειξη παραίτησης και κάμψης του ψυχικού τους σθένους-, είναι σαν να κοιτούν τη γη και να μετράνε το μάκρος των τάφων -αναφορά στους χιλιάδες νεκρούς των προηγούμενων χρόνων-, αλλά και το μάκρος του ίσκιου τους -η έκταση της υποταγής τους. Είναι, ακόμη, σαν να ψάχνουν το κλειδί του σπιτιού τους, συχνή εικόνα της καθημερινότητας, η οποία όμως επεκτείνεται αίφνης απ’ τον ποιητή με τη συσχέτισή της με μια άλλη ουσιαστικότερη αναζήτηση∙ οι άνθρωποι αυτοί είναι σαν να ψάχνουν την καρδιά τους, σαν να έχουν χάσει εκείνα τα στοιχεία που τους ψύχωναν κι έδιναν στη ζωή τους μια αίσθηση προσανατολισμού και μια αίσθηση πληρότητας.   
Πλέον οι άνθρωποι μοιάζουν να κυκλοφορούν σαν να έχουν χάσει την πρότερη δυνατή επιθυμία τους για ζωή. Είναι σαν να έχει αδειάσει η ψυχή τους απ’ τη γενναιότητα και το πάθος που του διέκρινε παλιότερα. Τώρα πια είναι υποταγμένοι σε μια κατάσταση που δεν τους προσφέρει πραγματική ικανοποίηση∙ που δεν τους εμπνέει πίστη και εμπιστοσύνη πως ωθούνται σ’ ένα καλύτερο αύριο.
Περπατούν, λοιπόν, απογοητευμένοι, αλλά όχι και χωρίς καμία αίσθηση μαχητικότητας, κάτι που τονίζεται με την εικόνα του αγέρα της πυρκαγιάς που φουσκώνει τα σκισμένα, φτωχικά πουκάμισά τους. Διότι, μπορεί οι άνθρωποι αυτοί να δείχνουν εγκαταλελειμμένοι στη μοίρα που τους επιβλήθηκε, αλλά δεν παύει να υπάρχει μέσα τους η παλιά εκείνη δύναμη που τους ώθησε λίγα χρόνια πριν σε αιματηρούς αγώνες για τα δίκαιά τους.  

Α, πολιτεία, πολιτεία. Έχετε δει μια πολιτεία πιο γυμνασμένη
στο θυμό και στην πείνα και στον έρωτα;
Μια πολιτεία πιο αγαπημένη;
Πολιτεία μου,
οι ταμπέλες στα σταυροδρόμια σου δεν είναι πια γερμανικές,
αμερικάνικες είναι. Πότε λοιπόν θα διαβάσουμε τα ονόματα
των οδών σου στη γλώσσα μας;

Ο ποιητής αναγνωρίζει στην πολιτεία του τις αρετές εκείνες που της προσφέρουν ζωή και την καθιστούν ξεχωριστή για τον ίδιο και για τους ανθρώπους που την αγαπούν. Είναι μια πολιτεία που έχει μάθει να οργίζεται και να παλεύει, μια πολιτεία που έχει ζήσει την πείνα και της στερήσεις, μια πολιτεία που δεν σταματά ποτέ να ερωτεύεται και ν’ αναγεννιέται μέσα απ’ τις νέες κάθε φορά επιδιώξεις της.
Είναι η πιο αγαπημένη πολιτεία για τον ποιητή, γιατί είναι αληθινή και γιατί είναι δική του. Είναι ακριβώς η πολιτεία για την οποία ήταν πάντοτε πρόθυμος να προσφέρει ακόμη και τη ζωή του. Γι’ αυτό και νιώθει την ανάγκη να της υπενθυμίσει τις μικρές και τις μεγάλες της ήττες.
Τώρα πια, στα μετεμφυλιακά χρόνια, οι ταμπέλες στα σταυροδρόμια της πολιτείας δεν είναι στα γερμανικά, καθώς οι ξένοι βίαιοι κατακτητές έχουν εκδιωχθεί. Είναι όμως αμερικάνικες, καθώς η πολιτεία συναίνεσε στον αμερικανικό έλεγχο δεχόμενη τα άφθονα χρήματα που της προσέφεραν οι ΗΠΑ, με αντάλλαγμα μια διαρκή δυνατότητα παρέμβασης στα ελληνικά ζητήματα. Στις 20 Ιουνίου 1947, στο πλαίσιο του δόγματος Τρούμαν, η Ελλάδα είχε υπογράψει συμφωνία με τις ΗΠΑ για να λάβει στρατιωτική και οικονομική ενίσχυση.
Ο ποιητής, ωστόσο, αναρωτιέται πότε θα διαβάσουμε τα ονόματα των δρόμων στην ελληνική γλώσσα, πότε η χώρα μας θα βασιστεί στις δικές της δυνάμεις, παραμερίζοντας τους ξένους κατακτητές είτε αυτοί έρχονται με τη βία είτε με ειρηνικά μέσα και με οικονομικά δώρα.

Όλα τα παράθυρα προσηλωμένα στο ρολόι της καρδιάς σου —
ποιαν ώρα περιμένουν; ποιο δευτερόλεπτο;
ποια μυστική προθεσμία περιμένουν;

Όλα τα παράθυρα, όλα τα μάτια είναι προσηλωμένα στο ρολόι της καρδιάς της, στο ρολόι της ανυπότακτης αυτής πολιτείας, περιμένοντας να δουν πότε θ’ αποφασίσει ν’ αντιδράσει και ν’ αποτινάξει τον ξενικό έλεγχο. Κι η απορία του ποιητή, και συνάμα όλων εκείνων που επιθυμούν την πλήρη απελευθέρωση της Ελλάδας, είναι τι περιμένει η καρδιά της πολιτείας για να ξεχειλίσει, ποια ώρα, ποιο δευτερόλεπτο; Ποια είναι εν τέλει η μυστική εκείνη προθεσμία που έχει θέσει ως όριο για το μη περαιτέρω, ως όριο για να φανερώσει τον πρότερο δυναμισμό της και ν’ αποτινάξει κάθε εξάρτηση και κάθε δεσμευτικό έλεγχο.

Ναι, θα τον ρίξουμε μια μέρα ανάσκελα τον πόνο.
Ακούστε αυτό το τρίξιμο της πόρτας. Ελάτε
να βοηθήσουμε την πολιτεία που κοιλοπονάει τα μετάλλινα
παιδιά της.
Εσύ είμαι εγώ.
Εσύ κι εγώ, είμαστε εμείς.
Οι άξονες έχουν πολύ τεντωμένα τα νεύρα τους
κι έχουν πολλά τραγούδια που δεν τα ‘παν ακόμα.
Ποιος φταίει που λείπει το τραγούδι μας;
Εσύ κι εγώ κι εμείς.

Ο ποιητής αισιοδοξεί, έχει ελπίδα πως θα έρθει εκείνη η μέρα που θα ρίξουν οι άνθρωποι της χώρας ανάσκελα τον πόνο, που θα νικήσουν τις παθογένειες της πολιτείας τους. Γι’ αυτό και καλεί εκ νέου τους πολίτες ν’ ακούσουν το τρίξιμο της πόρτας, ν’ ακούσουν την ένταση του εσωτερικού ξυπνήματος της πολιτείας, και να έρθουν για να ξεκινήσουν και πάλι τον αγώνα τους.
Κι είναι ένας αγώνας που πρέπει να δοθεί απ’ όλους μαζί, γιατί δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στο εσύ και στο εγώ∙ όλοι οι πολίτες είναι μια ενότητα, όλοι οι πολίτες είναι μια καρδιά, μια ψυχή, και όλοι μαζί δικαιούνται να ξεφύγουν απ’ τους εξωγενείς ελέγχους, να ξεφύγουν απ’ τα οικονομικά δεσμά που ταλαιπωρούν και πληγώνουν την πολιτεία τους. Οι άξονες της πολιτείας έχουν πια πολύ τεντωμένα τα νεύρα τους, έχουν φτάσει ξανά στο σημείο εκείνο της ετοιμότητας που απαιτεί ο κοινωνικός αγώνας, κι έχουν πολλά τραγούδια που δεν τα έχουν πει ακόμα∙ έχουν πολλά πράγματα να επιτύχουν ακόμη, πολλά ένδοξα κατορθώματα που μπορούν να φέρουν εις πέρας, και να προσφέρουν έτσι μια νέα εποχή για τη χώρα.
Κι αν δεν έχει ακόμη ακουστεί το τραγούδι των πολιτών, η ευθύνη δεν βαρύνει άλλους∙ φταις εσύ, φταίω εγώ, φταίμε εμείς, λέει ο ποιητής. Η ευθύνη για την απραξία, για τον εφησυχασμό και για την παραίτηση των πολιτών, μας βαρύνει όλους, γι’ αυτό και όλοι μαζί πρέπει ν’ αντιδράσουμε και ν’ αποτινάξουμε κάθε ζυγό είτε αυτός είναι εμφανής είτε κινείται σε αφανή οικονομικά μονοπάτια, και μας κρατά όλους υπόδουλους.

Πολιτεία του κατραμιού και του θυμού και του ασβέστη,
φταίμε εμείς.
Ακούστε το τρίξιμο της πόρτας. Ελάτε.

Φταίμε όλοι μας, τονίζει εκ νέου ο ποιητής∙ φταίμε που προδώσαμε τα ιδανικά μας, κι ενώ εκδιώξαμε τον Γερμανό κατακτητή, αφεθήκαμε τελικά σε μια διαφορετική, μα εξίσου καταπιεστική δουλεία, σε μια οικονομική δουλεία, κι είμαστε υποχείρια πια των Αμερικανών. Φταίμε που δεν προχώρησε ο αγώνας για την αναγέννηση της πολιτείας και για την εδραίωση μιας πραγματικής ελευθερίας, μιας πραγματικής δικαιοσύνης.

Κι ο ποιητής καλεί, για μια ακόμη φορά τους πολίτες, τους πολίτες της δουλειάς και του μόχθου, ν’ ακούσουν το τρίξιμο της πόρτας, ν’ ακούσουν τη δυνατότητα μιας νέας εποχής που ξυπνά σιγά-σιγά, και να έρθουν πάλι για τον αγώνα που τόσο άδοξα τερματίστηκε λίγα χρόνια πριν∙ για τον αγώνα που θα απαλλάξει την πολιτεία απ’ τα δεσμά της. 


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...