Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κλέων Παράσχος «Τι είναι η ποίηση». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κλέων Παράσχος «Τι είναι η ποίηση». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κλέων Παράσχος «Τι είναι η ποίηση»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tim Booth

Κλέων Παράσχος «Τι είναι η ποίηση»

Ο Κλέων Παράσχος ποιητής και κριτικός, διακρίθηκε για την κριτική του ευαισθησία. Διαβάζοντας το δοκίμιό του πρέπει να ‘χομε υπόψη μας πως είναι γραμμένο από έναν ευαίσθητο και καλά πληροφορημένο κριτικό, που οι αντιλήψεις του για την ποίηση διακρίνονται μεν για την ευρύτητά τους και το βάθος τους, ανταποκρίνονται όμως περισσότερο στα ιδεώδη και τα αισθητικά κριτήρια της ποιητικής γενιάς της πρώτης δεκαετίας του Μεσοπολέμου.

Ο Valéry μάς έδειξε αρκετά πειστικά την αδυναμία μας να ορίσουμε την ποίηση. «Επειδή ούτε το καθαυτό αντικείμενο της ποιήσεως ούτε η μέθοδος για να το βρούμε έχουν ξεκαθαριστεί, αφού, όσοι τα γνωρίζουν σωπαίνουν, και όσοι δεν τα ξέρουν μιλούνε γι’ αυτά, κάθε σαφήνεια πάνω στα ζητήματα τούτα εξακολουθεί να είναι υπόθεση προσωπική, η μεγαλύτερη αντίφαση στις γνώμες επιτρέπεται, και για καθεμιά υπάρχουν ένδοξα παραδείγματα και πειράματα που δύσκολα μπορεί κανείς να τ’ αμφισβητήσει».
Πραγματικά, από τα πιο δύσκολα πράγματα —ίσως και αδύνατο— είναι να ορίσει κανείς την ποίηση, — εννοώ να την ορίσει ακριβώς. Ένα μέσο προσφέρεται για μια τέτοια απόπειρα, το πιο πρόχειρο και το πρώτο· η προσωπική πείρα του καθενός μας. Ας ανατρέξουμε λοιπόν στην προσωπική πείρα μας. Τι θα δούμε; Θα δούμε ότι διαβάζοντας ποιητές όχι διαφορετικών καιρών και τόπων ή ειδών (επικό, δραματικό, λυρικό), αλλά δυο λυρικούς του ίδιου τόπου και του ίδιου καιρού, έχουμε —έχει ο «επαρκής» αναγνώστης— μια διαφορετική εντύπωση από τον καθένα. Άλλη εντύπωση ξυπνά μέσα μου ένα ποίημα του Παλαμά, άλλη ένα ποίημα του Χατζόπουλου, άλλη ένα ποίημα του Γρυπάρη. Πιθανόν να υπάρχουν και όμοια συστατικά στην εντύπωση· τα διαφορετικά όμως συστατικά είναι περισσότερα και αυτά κατά κύριον λόγον προσδιορίζουν την εντύπωση.
Η διαφορά μεγαλώνει όταν έχουμε να κάνουμε με ποιητές (ομοειδείς πάντοτε) διαφόρων τόπων, και προπάντων, διαφόρων καιρών. Εδώ, δεν πρόκειται πια για μια απλή διαφορά· κάθε καιρός μάς προσφέρει και ένα εντελώς άλλο νόημα της ποιήσεως, δηλαδή, κάθε καιρός ορίζει μ’ έναν τρόπο δικό του την ποίηση. Οι ρομαντικοί, έξαφνα, όρισαν την ποίηση εντελώς αντίθετα από ό,τι την όριζαν οι κλασικοί, και την αντίθεση αυτή τη διατήρησαν και οι νεορομαντικοί, και οι συμβολιστές, και ακόμα εντονότερα, οι υπερρεαλιστές. Τι μας δείχνουνε όλα τούτα; Ότι ενιαίος ορισμός της ποιήσεως δεν υπάρχει, αφού και η ποίηση δεν είναι μια, αλλά κάθε εποχή έχει μια δική της έννοια της ποιήσεως.
Αυτός ο δρόμος λοιπόν δε θα μας οδηγήσει στον ορισμό που ζητούμε. Ας πάρουμε έναν άλλον, πιο δύσκολον, στην πρώτη ματιά, που ίσως όμως μας ευκολύνει περισσότερο στη δουλειά μας. Ας πάρουμε τις τρεις μεγάλες υποδιαιρέσεις της ποιήσεως· την επική, τη δραματική, τη λυρική ποίηση. Μήπως κάτω από τη διαφορετική επιφάνεια, τα τρία αυτά είδη έχουν τίποτε το κοινό; Ναι, βέβαια, έχουν. Πρώτα πρώτα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, κρυφότερα ή φανερότερα, εκφράζουν πείρες ατομικές, ανθρώπων, ποιητών, του Όμηρου, του Αισχύλου, του Πίνδαρου, ιστορίες τριών ψυχών, τρεις στάσεις απέναντι στη ζωή, πράμα που βρίσκουμε και στους πεζογράφους και σε κάθε τεχνίτη. Και ύστερα —τούτο είναι το πιο σπουδαίο εδώ— ο λόγος και των τριών αυτών ποιητών είναι μουσικός, τον συγκροτούν και τον προσδιορίζουν ρυθμοί και μέτρα. Το βρήκαμε λοιπόν. Η ποίηση δεν είναι μονάχα ο «έμμετρος» ή ο «μουσικός» λόγος, «τα περί την μουσικήν και τα μέτρα» καθώς πίστευε ο Πλάτων. Είναι αυτό, μαζί με ένα άλλο συστατικό· το βίωμα· αίσθημα ή στοχασμό, που τα ζήσαμε βαθιά, επίμονα ή συναίσθημα, που δόνησε έντονα την ψυχή μας και που προχώρησε και βαθιά. Να, λοιπόν, ο ορισμός. Ποίηση είναι κάθε βίωμα βαθύ που εκφράζεται με έμμετρο λόγο.
Βιαστήκαμε νομίζω· ας δούμε καλύτερα το πράμα. Τα μέτρα και οι ρυθμοί είναι συστατικά αχώριστα, σύμφυτα, «τα περί την μουσικήν και τα μέτρα ποίησις τούτο μόνον καλείται»; Δε μπορεί να υπάρξει λόγος ποιητικός (δε λέω ποίηση) χωρίς μέτρα και ρυθμούς; Πώς όχι; Ένα πλήθος ποιητές, ο Ρεμπώ, ο Λωτρεαμόν, ο Χούιτμαν, ο Κλωντέλ, οι υπερρεαλιστές, μας έδωσαν και μας δίνουν λόγο ποιητικό που ελάχιστα διαφέρει ή που δε διαφέρει καθόλου από την πρόζα. Δεν παύουν ωστόσο να είναι ποιητές, και πολύ σπουδαίοι μάλιστα, ποιητές σε όλη τη σημασία της λέξης. Άρα, τα μέτρα και οι ρυθμοί δεν είναι στοιχεία ουσιαστικά, βασικά, αχώριστα από την ποίηση, «τα περί την μουσικήν και τα μέτρα» δεν είναι τούτο μόνον η ποίηση.
Είναι λοιπόν στοιχείο αχώριστο από την ποίηση το βαθύ —τονίζω τη λέξη— το βαθύ βίωμα; Αλλά ποιο βίωμα είναι το βαθύ, δηλαδή από τις εμπειρίες, από ποια γεγονότα, από ποια στρώματα του ψυχοπνευματικού βίου μας μπορεί ν’ αναδυθεί ποίηση; Από το αίσθημα —ένα οποιοδήποτε αίσθημα— από το συναίσθημα —ένα οποιοδήποτε συναίσθημα— από το πάθος, από το χώρο της νοήσεως ή από το χώρο του «ηθικού»; Ας ακούσουμε έναν ποιητή, τον Ρίλκε. Είναι πολύ υπολογίσιμη η απάντηση που δίνει στο ρώτημα τούτο. «Νομίζω πως θάπρεπε ν’ αρχίσω να δουλεύω λιγάκι, τώρα που μαθαίνω να βλέπω. Είμαι είκοσι οχτώ χρόνων και δεν έκαμα σχεδόν τίποτε. Για να ιδούμε: έγραψα μια μελέτη για τον Carpaccio, που είναι κακή, ένα δράμα με τον τίτλο «Γάμος», που θέλει ν’ αποδείξει αληθινή μια ψεύτικη θέση με μέσα ύποπτα, και στίχους. Ναι, αλλά οι στίχοι έχουν τόσο λίγη σημασία όταν τους γράφουμε νέοι! Θα έπρεπε να περιμένουμε και να καρπολογούμε σε ολάκερη ζωή, μια ζωή μακριά αν είναι βολετό — και ύστερα τέλος, πολύ αργά, θα είμαστε ίσως ικανοί να γράψουμε τις δέκα γραμμές που θα είναι καλές. Γιατί οι στίχοι δεν είναι, όπως πιστεύουν μερικοί, αισθήματα (αυτά τάχουμε πάντα αρκετά νωρίς), είναι πείρες. Για να γράψει κανείς και ένα στίχο, πρέπει νάχει ιδεί πολλές πολιτείες, ανθρώπους και πράματα, πρέπει να γνωρίζει τα ζώα, πρέπει να αισθάνεται πώς πετούν τα πουλιά και να ξέρει τι κίνηση κάνουν τα μικρά λουλούδια όταν ανοίγουνε το πρωί. Πρέπει να μπορείς να ξανασυλλογιστείς δρόμους σε άγνωστα μέρη, συναντήσεις απροσδόκητες, αναχωρήσεις που τις έβλεπες καιρό να ζυγώνουν, μέρες των παιδιάτικων χρόνων που το μυστήριο τους δεν εξιχνιάστηκε ακόμα, τους γονείς σου που τους πλήγωνες όταν σου έφερναν μια χαρά που δεν την καταλάβαινες (ήταν μια χαρά καμωμένη για άλλον), αρρώστιες των παιδιάτικων χρόνων που άρχιζαν τόσο παράξενα, με τόσο βαθιές και σοβαρές μεταμορφώσεις, μέρες που πέρασες σε κάμαρες ήρεμες και απόμερες, πρωινά στην ακροθαλασσιά, την ίδια τη θάλασσα, θάλασσες, νύχτες ταξιδιών που φρικιούσαν πολύ ψηλά και πετούσαν με όλα τ’ άστρα — αλλά και όλα αυτά να μπορείς να τα σκέπτεσαι, δεν είναι αρκετό. Πρέπει νάχει κανείς αναμνήσεις από πολλές ερωτικές νύχτες, που καμιά τους δεν έμοιαζε με την άλλη, από κραυγές γυναικών που ούρλιαζαν γεννοβολώντας, και από ανάλαφρες, λευκές, κοιμόμενες λεφτερωμένες που ξανάκλειναν. Πρέπει ακόμα νάχουμε σταθεί δίπλα σ’ ετοιμοθάνατους, νάχουμε μείνει καθισμένοι κοντά σε νεκρούς, μες στην κάμαρα, με το παράθυρο ανοιχτό και με τους θορύβους που έρχονται μαζωχτοί κάθε τόσο.
»Αλλ’ ούτε φτάνει να έχουμε αναμνήσεις. Πρέπει να ξέρουμε να τις ξεχνούμε όταν είναι πολλές, και πρέπει νάχουμε τη μεγάλη υπομονή να περιμένουμε να ξανάρθουν. Γιατί ακόμα και οι αναμνήσεις δεν είναι ό,τι χρειάζεται. Όταν μονάχα γίνουν μέσα μας αίμα, ματιά, χειρονομία, όταν δεν έχουν πια όνομα και δεν ξεχωρίζονται πια από μας, τότε μονάχα, σε μια πολύ σπάνια ώρα, μπορεί απ’ ανάμεσά τους να υψωθεί η πρώτη λέξη ενός στίχου...»
Πρέπει να υπάρχει βίωμα για να υπάρξει ποίηση· και ο Ρίλκε μάς αφήνει να εννοήσουμε —να διαισθανθούμε— τι είναι το βαθύ, πλούσιο, μυστικό και απροσδιόριστο αυτό πράμα. Πιο απτά ορίζει το βίωμα ο Καρλάυλ. Ο Καρλάυλ πιστεύει ότι όπου υπάρχει πάθος, αναταραχή της ψυχής, και βάθος, χώρος βαθύς και μυστικός της ψυχής, υπάρχει μουσική, άρα —τα δυο πράγματα δεν τα χωρίζει— και ποίηση. Εκεί που αναδίνεται ο τόνος του πάθους, αναδίνεται κάτι το ποιητικό. Οι λέξεις που ξεστομίζουμε, λέει, κατεχόμενοι από οργή, γίνονται άσμα. Δεν νομίζω τα λόγια που ξεστομίζουν εκείνοι που καβγαδίζουν να γίνονται «άσμα». Θα μπορούσε πολύ σωστότερα να πει ο Καρλάυλ ότι οι λέξεις που ξεστομίζουμε κατεχόμενοι από έρωτα, γίνονται άσμα. Και τότε, θα θυμόμαστε πόσο, πράγματι, σε κάποια έργα του Σαίξπηρ, λ.χ., όπου πεζός και έμμετρος λόγος ανακατώνονται, όπως στο «Χειμωνιάτικο Παραμύθι», εκεί που αρχίζει να μιλά το πάθος, η συγκινημένη ψυχή, ο λόγος αυτοδύναμα θάλεγες, φυσικά, αναπόδραστα από πεζός γίνεται έμμετρος — ποιητικός. Για τον Καρλάυλ καθετί που έχει βάθος, είναι άσμα, δηλαδή ποίηση. Ολάκερος ο ενδόμυχος κόσμος είναι μελωδικός και φανερώνεται με τραγούδι. Μουσικά παθαίνεται, μουσικά δονείται, γίνεται μουσική η σκέψη μας όταν εισδύει την εσώτατη ουσία των πραγμάτων που είναι η ίδια η μουσική. Ποιητικό βίωμα λοιπόν για τον Καρλάυλ είναι κάθε επικοινωνία της ψυχής με την εσώτατη ουσία του κόσμου και της ζωής, που είναι μουσική, δηλαδή κάτι που δεν μπορεί μήτε να το συλλάβει μήτε να το εκφράσει ο νους.
Ακόμα πιο μυστικό, και πιο καθαρό νόημα δίνει στο βίωμα το ποιητικό ο Πόε, νόημα πλατωνικό, όπως τόνιωσε και το έζησε η ρομαντική του συνείδηση, η θρεμμένη με το γερμανικό ιδεαλισμό. Ο Πόε βγάζει έξω από το χώρο του ποιητικού βιώματος το πάθος —την αναταραχή της καρδιάς— και βγάζει έξω και το ηθικό αίσθημα και την καθαρή σκέψη. Όλ’ αυτά δέχεται ότι επεισοδιακά μόνο και με λογιώ λογιώ τρόπους μπορούν να υπηρετήσουν το σχέδιο το γενικό του ποιήματος, υποταγμένα όμως στην Ομορφιά. Γιατί ουσία και ατμόσφαιρα του ποιήματος είναι η Ομορφιά.
Πολύ ακαθόριστη αυτή η λέξη ομορφιά κι εδώ καταντά πραγματικά μεταφυσική. Ακριβώς· μεταφυσικό είναι το νόημα που δίνει στο βίωμα το ποιητικό και στην ποίηση ο Πόε. Ποιητική εμπειρία ζει και εκφράζει ο ποιητής και τότε μόνο μπορεί ν’ αξιώσει τη θεία ονομασία του ποιητή, όταν μέσα από την ποίησή του μας κάνει, σαν σ’ έκσταση, και αναλυμένοι σε δάκρυα, να διαισθανθούμε, να δούμε σε αόριστες και σύντομες αστραπές, την Ομορφιά, την όχι εγκόσμια, που τ’ αληθινά της συστατικά δεν ανήκουν ίσως παρά στην αιώνια ουσία των όντων. Δίψα άσβηστη και νοσταλγία μάς καίει, πόνος που δεν μπορούμε ν’ αδράξουμε, σε τούτη εδώ κιόλας τη γη, τις θείες και μαγικές υπερκόσμιες χαρές που δίνει η Ομορφιά, δίψα και νοσταλγία που είναι συνέπεια και δείγμα μαζί της αθάνατής μας ουσίας.
Ο ποιητικός χώρος, όπως τον ξεκαθαρίζει, —όπως τον συμμαζεύει— ο Πόε, είναι ο χώρος της καθαρής ποιήσεως. Οι νεότεροι θεωρητικοί της καθαρής ποιήσεως, ο Μαλλαρμέ, ο Αββάς Μπρεμόν, ο Βαλερύ, θα βάλουν τα ίδια ορόσημα και θα περιορίσουν στον ίδιο απάνω κάτω χώρο το «ποιητικό», τα ίδια σχεδόν που κρατά και ο Πόε συστατικά θα κρατήσουν και τα ίδια θ’ απορρίξουν, μόνο που αυτοί θα επιμείνουν ιδιαίτερα στην αξία του φθόγγου, στη φθογγική σύσταση του ποιήματος, και, ώρες ώρες, θα δώσουν την εντύπωση ότι ουσία του ποιήματος, όλο το ποίημα, είναι γι’ αυτούς η φθογγική σύστασή του.

Στο παραλειπόμενο απόσπασμα ο συγγραφέας ασχολείται με την αξία της φθογγικής σύστασης του στίχου. Μεταξύ άλλων γράφει:

Να, έξαφνα, οι στίχοι τούτοι του Λέρμοντοφ, σε μια πεζή, την πιο πρόχειρη που μπορεί να γίνει μετάφραση. «Η νύχτα είναι γαλήνια —η έρημος ακούει το Θεό— και το άστρο μιλάει στο άστρο». Ούτε μουσική, (φθογγική), ούτε μέτρα, — λόγια κοινά, πενιχρά ίσα ίσα, και ένα μονάχα επίθετο «γαλήνια». Και όμως, οι στίχοι αυτοί είναι μουσικοί, είναι ποιητικοί, είναι άπειρα ποιητικότεροι απ’ αυτούς λ.χ. τους στίχους, που έχουν όλο το μετρικό οπλισμό και είναι γεμάτοι από ποιητικότατα (που φέρνουν στο νου μας παραστάσεις ποιητικές) πράματα:

Άκουσε το απόκοσμο, το παληό βιολί,
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά του Απρίλη.
Στο παληό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ’ αχνά κι απάρθενα της αγάπης χείλη...

Καμιά ποιητική εντύπωση, ενώ αντίθετα, τα πενιχρά, τα δίχως μέτρα και ρυθμούς και ομοιοκαταληξίες λόγια του Λέρμοντοφ ξυπνούν μέσα μας τη βαθύτερη ποιητική συγκίνηση που μπορούμε να αισθανθούμε, εκείνη που μας δίνει η μέθεξή μας σ’ ένα αίσθημα πραγματικά θρησκευτικό, το ακρόαμα του μυστηρίου του κόσμου. Ένα αίσθημα βαθύ αποτυπώθηκε εδώ πέρα στα λόγια και τα έκανε ποίηση, τα έκανε λόγια μουσικά, με το βαθύτερο νόημα της λέξης.
Κατόπιν αυτού αναρωτιέται: Αυτό όμως το «ρεύμα» το ζωοποιό, που όταν διαπερνά τις λέξεις τις κάνει από άψυχα σύμβολα, πλήκτρα μαγικά, ουσία μαγική, από πού ξεπηδά, το γεννούν οι λέξεις, έτσι καθώς οι φθόγγοι τους ενώνονται ο ένας με τον άλλον, θωπεύουν, αγκαλιάζουν, φιλούν ο ένας τον άλλον, ή μήπως ξεπηδά από κάποιο μυστικό κέντρο της ψυχής και διοχετεύεται και πηγαινοέρχεται ακούραστο, αστείρευτο, μες στις λέξεις;
Και καταλήγει ως εξής (αφού παραθέτει κι άλλους στίχους):
Η ποίηση δεν μπορεί να είναι φθόγγος μόνο, δεν μπορεί να είναι μόνο μαγεία φθογγική. (Όπως δεν μπορεί να είναι και μόνο εικόνα). Είναι μαγεία, που δεν τη δημιουργεί όμως μόνο ο φθόγγος. Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο, ομοούσιο ίσως με το φθόγγο, που γεννιέται ίσως μαζί με το φθόγγο, που και η ύπαρξή του όμως και η παρουσία του μες στο ποίημα, πέρα πέρα, δεν ταυτίζεται με το φθόγγο. Όταν ό,τι πιο ωραίο, πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό έζησα, όταν όλα μου τα μεγάλα ανθρώπινα ενδιαφέροντα μου τα δίνει στο ποίημά του ο ποιητής, εκφρασμένα με τον πιο εξαίσιο τρόπο κι έτσι που να μοιάζουν και σα γνωστά και σαν πράματα που πρώτη φορά τ’ αντικρίζω· και όταν νιώθω ότι με τα λόγια του μου ξεσκεπάζει ό,τι περισσότερο μπορεί να ξεσκεπαστεί από το μυστήριο της ψυχής και του κόσμου, με κάνει να ζυγώσω χώρους όπου δε θα με πάει άλλος κανείς· τότε, αυτό που μου προσφέρει, αυτή η γνώση, αυτή η αποκάλυψη είναι για μένα κάτι μαγικό και πολύτιμο όσο και η μαγεία του φθόγγου. Και είναι η απόλυτη εγγύηση της παρουσίας μιας ψυχής, και όχι της παρουσίας, έστω και ενός απαράμιλλου, μάγου όμως μόνον του ήχου.
Θα μπορούσαμε ίσως τώρα να επιχειρήσουμε έναν ορισμό της ποιήσεως. Θα μπορούσαμε να πούμε: Ποίηση είναι ένα βίωμα βαθύ που έγινε μαγικός λόγος. Φτάσαμε μήπως στο τέρμα του σκοπού μας; Όχι, γιατί το δεύτερο μέρος του ορισμού θέλει ξεδιάλυμα. Ποιον λόγο μπορούμε να ονομάσουμε μαγικό; Εκείνον που πραγματώνεται με μέτρα και μουσική, που είναι μουσική προπάντων και από μόνη την τονική σύστασή του; Όχι. Μαγικό λόγο θα πούμε εκείνον που γεννά μέσα μας, ανεξάρτητα από τη μελωδική ή όχι φθογγική σύστασή του, μουσική. Ας θυμηθούμε τον Καρλάυλ και ας θυμηθούμε τους πενιχρούς στίχους του Λέρμοντοφ. Καθετί βαθύ είναι άσμα, άρα ποίηση, μας είπε ο Καρλάυλ. «Η νύχτα είναι γαλήνια —η έρημος ακούει το Θεό— και το άστρο μιλάει στο άστρο». Στα δίχως μέτρα και δίχως φθογγική μουσική λόγια τούτα του Λέρμοντοφ υπάρχει μέλος, υπάρχει ποίηση, είναι ποίηση τα λόγια τούτα, γιατί ανάβρυσαν από κάτι βαθύ, από ό,τι βαθύτερο μπορεί ίσως να νιώσει ο άνθρωπος, από ένα αίσθημα θρησκευτικό που κατάφερε ο ποιητής να το μετουσιώσει σε λέξεις. Ποίηση λοιπόν είναι κάθε βαθύ ψυχικό γεγονός; Όχι. Είναι το βαθύ ψυχικό γεγονός που έγινε λόγος μαγικός, που μπόρεσε να εναποθέσει την ουσία του, να μεταμορφώσει την ουσία του σε λέξεις. Μια τέτοια πραγμάτωση βλέπουμε σε όλη τη νεότερη ποίηση. Και όταν ο λόγος δεν έχει καμιά μουσική φθογγική σύσταση, και όταν δεν παραλλάζει παρά μόνο σχεδόν στη διάταξή του από τον πεζό, είναι ποίηση. Ποίηση είναι ο Λωτρεαμόν, ποίηση είναι ο Έλιοτ, ποίηση είναι ο Καβάφης, ο λόγος τους είναι ουσία ποιητική και ενέργεια ποιητική. Δεν είναι όμως ποίηση καθαρή —όριο όπου δεν μπορούμε να κατοικήσουμε, φλόγα που την περνά το χέρι, όπου δεν μπορεί όμως να κρατηθεί— γιατί δεν απόρριξε στοιχεία που η ποίηση η καθαρή τ’ απορρίχνει, ωσάν άχρηστα, αφού είναι το υλικό του πεζού λόγου, και σα βλαβερά, γιατί χαλούν την καθαρή της ουσία.
Μήπως φτάσαμε τώρα στο τέρμα; Όχι, ούτε τώρα. Προσπαθούμε να πιάσουμε κάτι άπιαστο, να βρούμε το λεκτικό ισοδύναμο ενός μυστηρίου, να ορίσουμε ένα μυστήριο. Ένας Γάλλος φιλόσοφος, ο Lachelier, στο πρώτο μάθημά του φιλοσοφίας, που έκαμε στην ανώτερη τάξη ενός γυμνασίου, χάραξε στο μαυροπίνακα τις λέξεις: «Τι είναι φιλοσοφία;» Και αποκρίθηκε: «Δεν ξέρω». Την ίδια απόκριση τίμιο είναι να δίνουμε και όταν μιλούμε για την ποίηση.

Valéry (Βαλερύ) Πωλ: Γάλλος ποιητής, κριτικός και στοχαστής (1871-1945). Θεωρητικός της καθαρής ποίησης.
Ρεμπώ Αρθρούρος (1854-1891): Γάλλος ποιητής. Το ποίημά του Το μεθυσμένο καράβι θεωρήθηκε αριστούργημα και άσκησε σημαντική επίδραση στην εξέλιξη της ποίησης.
Λωτρεαμόν, Ισίδωρος Ντυκάς (1846-1870): Γάλλος ποιητής. Οι υπερρεαλιστές τον θεωρούν ως έναν από τους προδρόμους τους.
Χουίτμαν, Γουώλτ (1819-1892). Αμερικανός ποιητής. 
Κλωντέλ Πωλ (1868-1955). Γάλλος συγγραφέας και διπλωμάτης.
Ρίλκε Ράινε Μαρία (1875-1926). Αυστρογερμανός ποιητής. Από τα σημαντικότερα έργα του η τριλογία με τίτλο Το βιβλίο των Ωρών και Οι ελεγείες του Ντουίνο.
Carpaccio (Καρπάτσιο) Βίκτωρ (1455-1525). Ιταλός ζωγράφος.
Καρλάυλ Τομ (1795-1881). Άγγλος ιστορικός και κριτικός. Με το έργο του προσπαθεί να αποδείξει τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζουν στην εξέλιξη της ανθρωπότητας οι ήρωες του πολιτισμού.
Σαίξπηρ, Ουίλιαμ (1564-1616). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.
Πόε, Έντγκαρ Άλαν (1809-1849). Αμερικανός ποιητής, πεζογράφος και κριτικός, που πολύ ενωρίς αναγνωρίστηκε διεθνώς.
Μαλλαρμέ, Στέφανος (1842-1898). Γάλλος ποιητής. Εισηγητής του κινήματος του Συμβολισμού.
Αββάς Μπρεμόν, Ερρίκος (1855-1933). Γάλλος κριτικός και ιστορικός.
Λέρμοντοφ, Μιχαήλ (1814-1841). Ρώσος ποιητής.

Ερωτήσεις

1. Γιατί είναι δύσκολο να ορίσουμε «τι είναι ποίηση;». Να επισημάνετε τις διάφορες απόψεις που εκθέτει ο δοκιμιογράφος («Ο Valery... δεν είναι τούτο μόνον η ποίηση»).

Ο Παράσχος ξεκινά την καταγραφή των δυσκολιών που προκύπτουν στην προσπάθεια να οριστεί η ποίηση με την άποψη του Paul Valery, ο οποίος τόνιζε πως ούτε αυτό καθαυτό το αντικείμενο της ποίησης είναι απόλυτα ξεκάθαρο, αλλά ούτε και η μέθοδος για να εντοπιστεί αυτό, μιας και όσοι έχουν πραγματική γνώση επί του θέματος τείνουν να σιωπούν, ενώ όσοι μιλούν είναι εκείνοι που δεν γνωρίζουν τίποτε για την ποίηση. Άρα, καταλήγει ο Valery, οποιαδήποτε σαφήνεια σχετικά με το θέμα της ποίησης είναι περισσότερο προσωπική υπόθεση, εφόσον οι απόψεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί βρίσκονται σε αντίφαση μεταξύ τους, χωρίς ωστόσο να λείπουν τα παραδείγματα που τις επιβεβαιώνουν.
Ο Παράσχος, έχοντας και ως βάση την άποψη του Valery, επισημαίνει πως είναι σχεδόν αδύνατο να ορίσει κανείς με πλήρη ακρίβεια την ποίηση, και θεωρεί πως το μόνο μέσο που μπορεί να βοηθήσει σε μια τέτοια προσπάθεια είναι η προσωπική εμπειρία του κάθε ατόμου. Κι είναι η προσωπική αυτή εμπειρία που φανερώνει σ’ έναν επαρκή αναγνώστη πως ακόμη κι αν διαβάσει δύο λυρικούς ποιητές της ίδιας εποχής και του ίδιου τόπου αποκομίζει μια διαφορετική εντύπωση από τον καθένα. Ενδεχομένως, βέβαια, να υπάρχουν και πτυχές ομοιότητας στην εντύπωση αυτή, αλλά επί της ουσίας οι διαφορές είναι σίγουρα περισσότερες, και είναι αυτές που καθορίζουν κυρίως την εντύπωση που μας δημιουργεί το έργο του κάθε ποιητή.
Οι διαφορές, μάλιστα, γίνονται ακόμη μεγαλύτερες όταν ο αναγνώστης ασχολείται με ποιητές διαφορετικών τόπων και ιδίως διαφορετικών χρονικών περιόδων∙ καθίσταται έτσι σαφές πως το νόημα της ποίησης διαφοροποιείται τελείως από περίοδο σε περίοδο. Ξεκάθαρο παράδειγμα, ως προς αυτό, αποτελεί το γεγονός ότι διαφορετικά όριζαν την ποίηση οι ρομαντικοί, διαφορετικά οι κλασικοί και οι συμβολιστές, και εντελώς διαφορετικά οι υπερρεαλιστές. Το συμπέρασμα, επομένως, είναι εύλογο: ενιαίος ορισμός της ποίησης δεν υπάρχει, αφού η ποίηση δεν είναι μία και ενιαία, αλλά κάθε εποχή διαμορφώνει μια δική της έννοια της ποίησης.
Ένας διαφορετικός τρόπος να προσεγγιστεί η ποίηση είναι να εξεταστούν οι τρεις υποδιαιρέσεις της∙ η επική, η δραματική και η λυρική, προκειμένου να αναζητηθεί αν υπάρχει κάποιο κοινό στοιχείο μεταξύ τους. Ο δοκιμιογράφος εντοπίζει, λοιπόν, ως πρώτη βασική ομοιότητα πως όποιο κι αν είναι το είδος της ποίησης, εκφράζονται μέσω αυτής –σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό- ατομικές εμπειρίες των δημιουργών. Επιπλέον, ο λόγος των ποιητών διακρίνεται για τη μουσικότητά του, η οποία προκύπτει από το ρυθμό και τα διάφορα μέτρα. Θα μπορούσαμε, άρα, σχολιάζει ο Παράσχος, να θεωρήσουμε πως ποίηση είναι η έκφραση ενός βιώματος, ενός προσωπικού βιώματος -μιας αίσθησης, μιας σκέψης, ενός συναισθήματος-, με έμμετρο λόγο.   
Ωστόσο, καταλήγει ο δοκιμιογράφος, ούτε αυτή η προσέγγιση είναι πλήρως ορθή, διότι ο ποιητικός λόγος δεν είναι κατ’ ανάγκη έμμετρος, δεν χρειάζεται, δηλαδή, το μέτρο και τον ρυθμό, μιας και μπορεί να υπάρξει ποίηση -και μάλιστα σπουδαία ποίηση- χωρίς μέτρο και ρυθμό, όπως αυτή δίνεται από τους υπερρεαλιστές ποιητές.

2. Ποια απάντηση δίνει ο Ρίλκε στο ανωτέρω ερώτημα;

Ο Rainer Maria Rilke αναφερόμενος στην έννοια της ποίησης εκφράζει την άποψη πως πρόκειται για μια τέχνη που γεννιέται μέσα από την εμπειρία και πως δεν αποτελεί μια απλή έκφραση συναισθημάτων. Ειδικότερα ο Rilke θεωρεί πως αξιόλογη και πραγματική ποίηση δεν μπορεί να προκύψει όταν ο δημιουργός είναι νεαρής ακόμη ηλικίας, όταν το μόνο που έχει ως υλικό είναι τα διάφορα συναισθήματα. Για να κατορθώσει να γράψει κάποιος ποίηση θα πρέπει να έχει πλήθος βιωμάτων και, μάλιστα, θα πρέπει να έχει αφήσει μεγάλο χρονικό διάστημα να περάσει -ίσως και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του-, ώστε τα βιώματα αυτά να έχουν κατασταλάξει μέσα του και να έχουν καρποφορήσει σταδιακά με το αναγκαίο υλικό για «δέκα γραμμές που θα είναι καλές».
Ο Rilke προκειμένου να αποδώσει με ιδιαίτερη έμφαση τη βαρύτητα που έχουν οι εμπειρίες για τη δημιουργία πραγματικής ποίησης, δίνει μια σειρά παραδειγμάτων που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα του ανθρώπινου βίου. Εμπειρίες ευχάριστες, αλλά και δυσάρεστες, που πλουτίζουν τη σκέψη του ατόμου, διευρύνουν την αντίληψή του και επιτρέπουν μια ουσιαστική εμβάθυνση στα ζητήματα της ζωής. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Rilke, για να μπορέσει κάποιος να γράψει έστω κι ένα στίχο, θα πρέπει: να έχει δει πολλές πολιτείες, ανθρώπους και πράγματα, ώστε να έχει αντιληφθεί το πολυποίκιλο της ανθρωπότητας και των αντιλήψεων που υπάρχουν σε αυτή∙ θα πρέπει να γνωρίζει τα ζώα, να αισθάνεται πώς πετούν τα πουλιά και να ξέρει την κίνηση που κάνουν τα μικρά λουλούδια όταν ανοίγουν το πρωί, να έχει, δηλαδή, άμεση γνώση και επαφή με τη φύση και να έχει εκτιμήσει την ομορφιά που κρύβεται στην απλότητα των ζώων και των φυτών∙ μακριά από τον πολύβουο αστικό βίο, υπάρχει μια άρτια μορφή ελευθερίας, μια πλήρη αποδέσμευση από τη γνώμη και τις απαιτήσεις των άλλων, που μόνο η φύση μπορεί να προσφέρει στα δημιουργήματά της∙ θα πρέπει να μπορεί να ανακαλεί στη μνήμη του δρόμους που βρίσκονται σε άγνωστα μέρη, απροσδόκητες συναντήσεις, αλλά και αναχωρήσεις που τις έβλεπε από καιρό να ζυγώνουν, θα πρέπει, δηλαδή, να διατηρεί επαφή, όχι μόνο με το γνωστό και το οικείο, αλλά και με όσα βρίσκονται πέρα από τη συνήθη καθημερινότητά του, αντιστοίχως, θα πρέπει να κατανοεί τη σημασία που έχει το απροσδόκητο, που σπάνια είναι μια τυχαία σύμπτωση δίχως νόημα, όπως και να αντιλαμβάνεται την έννοια της φυγής από ένας μέρος κι έναν τρόπο ζωής, μαζί και με το συναίσθημα που γεννά στην ψυχή του ανθρώπου πως πλησιάζει η στιγμή που θα φέρει το τέλος μιας γνώριμης κι ίσως προσφιλούς κατάστασης∙ θα πρέπει, επίσης, να μπορεί να επανέλθει στις μέρες των παιδικών του χρόνων που απομένουν ακόμη ένα ανεξιχνίαστο μυστήριο, όπως και να συλλογιστεί εκ νέου τους γονείς του που τους πλήγωνε όταν δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει τη χαρά που του έφερναν (μια χαρά που έμοιαζε να είναι φτιαγμένη για κάποιον άλλον)∙ θα πρέπει, δηλαδή, να μπορεί να ανασυνθέτει την πορεία της ζωής του και να διεισδύει ακόμη και σ’ εκείνα τα χρόνια που είναι μεν απρόσιτα από τη μνήμη, αποτελούν όμως καίριο κομμάτι της προσωπικότητάς του, όπως κι εκείνο το συναίσθημα της αδυναμίας να αισθανθεί σε πλήρη αρμονία με τους ίδιους του τους γονείς, οι πράξεις και οι επιδιώξεις των οποίων κάποτε του έδιναν την εντύπωση πως απευθύνονται σε κάποιον άλλον –στο ιδανικό παιδί, πιθανώς, που οι ίδιοι προσδοκούσαν να έχουν, με βάση το οποίο αντιμετώπιζαν το παιδί που είχαν∙ θα πρέπει, συνάμα, να επαναφέρει στη σκέψη του τις παιδικές του ασθένειες, που ξεκινούσαν μ’ ένα παράξενο συναίσθημα και οδηγούσαν σε βαθιές μεταμορφώσεις, καθώς και τις μέρες που πέρασε σε ήρεμα και απόμερα δωμάτια∙ θα πρέπει, άρα, να μπορεί να επαναξιολογήσει τον αντίκτυπο που είχαν στην ψυχή του οι στιγμές που παιδί ακόμη αισθάνθηκε -αλλά δεν κατανόησε τότε- τις πρώτες ενδείξεις της θνητότητάς του, όπως και τις στιγμές της απομόνωσης που του έδιναν προμηνύματα για το πώς θα μπορούσε να ήταν η ζωή της μοναξιάς σε περίπτωση που ο ίδιος δεν έβρισκε ικανοποίηση στη συνύπαρξη με τους άλλους ανθρώπους ή τον απέρριπταν εκείνοι∙ θα πρέπει να φέρνει στη σκέψη του πρωινά που πέρασε κοντά στη θάλασσα, αλλά και την ίδια τη θάλασσα, νύχτες που πέρασε ταξιδεύοντας, νύχτες που έμοιαζαν να φεύγουν μακριά, σαν να πετούν μαζί με τα αστέρια∙ θα πρέπει, λοιπόν, να μπορεί να φέρνει στη σκέψη του την αίσθηση που του προκαλούσε το να βρίσκεται πλάι στη θάλασσα, κι ακόμη περισσότερο την αίσθηση που του δημιουργούσε η ίδια η θάλασσα τόσο ως κομμάτι του κόσμου όσο και ως μέσο που αξιοποιεί κανείς για να ταξιδέψει, κι ακόμη θα πρέπει να φέρνει στη σκέψη του τις νύχτες εκείνες που τις πέρασε ταξιδεύοντας κι αντίκριζε ψηλά τον ουρανό που έμοιαζε να κινείται κι αυτός μακριά, παίρνοντας μαζί του τα αστέρια, χωρίς από ένα σημείο και μετά να είναι σαφές αν αυτός που ταξιδεύει είναι ο ίδιος ή ο ουρανός με τη νύχτα. 
Εντούτοις, όπως σχολιάζει ο Rilke ακόμη και το να μπορεί κάποιος να τα σκέφτεται όλα αυτά και να αντλεί συμπεράσματα από αυτά, δεν είναι αρκετό, θα πρέπει συνάμα να έχει και αναμνήσεις∙ αναμνήσεις από πολλές ερωτικές νύχτες που καμία να μη μοιάζει με την άλλη∙ αναμνήσεις από γυναίκες που ουρλιάζουν καθώς φέρνουν στον κόσμο μια νέα ζωή κι αντιθέτως αναμνήσεις από τις στιγμές που πέρασε πλάι σε ετοιμοθάνατους ανθρώπους, αλλά και πλάι σε νεκρούς.
Μα ούτε οι αναμνήσεις αρκούν, διότι ακόμη πιο σημαντικό είναι να μπορεί κανείς να τις ξεχνά, ιδίως όταν είναι πολλές, και να έχει ύστερα την υπομονή να περιμένει να έρθουν ξανά. Οι αναμνήσεις, άλλωστε, δεν είναι το μόνο που χρειάζεται για να γράψει κανείς ποίηση∙ ούτως ή άλλως, μόνο όταν αυτές οι μνήμες θα έχουν γίνει ένα με το σώμα και την ψυχή του ατόμου, χωρίς να μπορούν πια να ξεχωρίζουν από την υπόστασή του, τότε μόνο -και πάλι όμως σε μια στιγμή σπάνια- θα μπορέσει να υψωθεί από την ψυχή του ατόμου η πρώτη λέξη ενός στίχου. 

3. Ποιες απαντήσεις δίνουν οι Καρλάυλ, Πόε και οι θεωρητικοί της καθαρής ποίησης Μαλλαρμέ, αββάς Μπρεμόν και Βαλερύ;

Η άποψη του Καρλάυλ -με την οποία δεν συμφωνεί απόλυτα ο Παράσχος- συνδέει τον ποιητικό λόγο με την ύπαρξη πάθους∙ με την αναταραχή της ψυχής κι εκείνο το βαθύ χώρο της ψυχής, όπου γεννιέται και διαμορφώνεται η ψυχική ένταση. Όταν βρίσκει έκφραση ο τόνος του πάθους, τότε βρίσκει έκφραση και κάτι το ποιητικό∙ οι λέξεις που λέμε όταν είμαστε οργισμένοι γίνονται τραγούδι. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Καρλάυλ, οτιδήποτε έχει βάθος είναι ποίηση. Καθετί που γεννιέται στον ενδόμυχο κόσμο του ατόμου είναι μελωδικό και εκφράζεται προς τα έξω μέσω της ποίησης, διότι η σκέψη του ανθρώπου γίνεται μουσική -δηλαδή ποίηση- όταν εισέρχεται στην εσώτατη ουσία των πραγμάτων. Κάθε φορά που η ψυχή του ατόμου επικοινωνεί με την εσώτατη ουσία του κόσμου και της ζωής, έχει ένα ποιητικό βίωμα, μια εσωτερική εμπειρία που δεν γίνεται αντιληπτή από τη λογική σκέψη. Η μουσική διατρέχει κάθε κίνημα της ψυχής και της σκέψης μας, όταν ερχόμαστε πλησιέστερα στη βαθύτερη ουσία του κόσμου, η οποία και ταυτίζεται, κατά τον Καρλάυλ, με τη μουσική.    
Ο Πόε, που ήταν επηρεασμένος από τον γερμανικό ιδεαλισμό προσεγγίζει διαφορετικά το ποιητικό βίωμα, στο οποίο δίνει μια διάσταση πλατωνική, παραπέμποντας στον κόσμο των Ιδεών του Πλάτωνα και στην ύπαρξη ιδανικών και άρτιων εκφάνσεων κάθε πιθανού αντικειμένου και κάθε πιθανής έννοιας σ’ έναν κόσμο προσιτό μόνο μέσω της καθαρής νόησης. Σύμφωνα με τον Πόε το ποιητικό βίωμα δεν επηρεάζεται από το πάθος, από την αναταραχή της καρδιάς, αλλά ούτε και από το ηθικό αίσθημα και την καθαρή σκέψη, αφού όλα αυτά μόνο συμπτωματικά μπορούν να υπηρετήσουν τη γένεση της ποιήσεως, και μόνο υποταγμένη στην Ομορφιά, η οποία και αποτελεί την ουσία του ποιήματος.
Η λέξη ομορφιά, σχολιάζει ο Παράσχος, είναι προφανώς ακαθόριστη, γι’ αυτό και θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μεταφυσική έννοια, όπως μεταφυσικό είναι και το νόημα που δίνει στο ποιητικό βίωμα ο Πόε. Ο ποιητής καλείται να εκφράσει την ποιητική εμπειρία που ζει, και μόνο όταν μέσα από την ποίησή του οδηγήσει τους αναγνώστες του, σαν ένα εκστατικό βίωμα και μέσα από πολύ έντονα συναισθήματα, να διαισθανθούν και να δουν, έστω και αόριστες και σύντομες αστραπές από την Ομορφιά, μόνο τότε μπορεί να διεκδικήσει τη θεία ονομασία του ποιητή∙ την Ομορφιά, όχι την εγκόσμια, αλλά εκείνη που τα αληθινά της συστατικά ανήκουν ίσως στην αιώνια ουσία των όντων. Μια ομορφιά για την οποία στην ψυχή των ανθρώπων υπάρχει μια άσβηστη δίψα και μια νοσταλγία που τους φλέγει∙ μια ομορφιά που προκαλεί πόνο στους ανθρώπους που δεν μπορούν να έρθουν σ’ επαφή με τις θεϊκές, μαγικές και υπερκόσμιες χαρές που εκείνη έχει να προσφέρει. Κι είναι ίσως η Ομορφιά αυτή, όπως κι η δίψα κι η νοσταλγία που προκαλεί στους ανθρώπους, συνέπεια μαζί και ένδειξη της αθάνατης ουσίας των ανθρώπων.   
Οι θεωρητικοί της καθαρής ποίησης Μαλλαρμέ, αββάς Μπρεμόν και Βαλερύ θα ακολουθήσουν σε γενικές γραμμές την προσέγγιση του Πόε, διατηρώντας τις ίδιες αξιώσεις προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα βίωμα αμιγώς ποιητικό. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον Πόε, εκείνοι θα επιμείνουν ιδιαίτερα στην αξία του φθόγγου και στη φθογγική σύσταση του ποιήματος, δημιουργώντας τελικά την εντύπωση πως γι’ αυτούς όλη η ουσία του ποιήματος και όλο εν γένει το ποίημα είναι η φθογγική του σύσταση.

4. Ξέρετε άλλους ορισμούς της ποίησης; Πώς κρίνετε το τελικό συμπέρασμα του συγγραφέα;

«Ποίηση», κατά τον Ντιλτάυ, «είναι το βίωμα που υψώνεται ως τη σημαντικότητά του αποκαλύπτοντας μια χαρακτηριστική άποψη της ζωής».
«Είναι η γλώσσα όχι της αλήθειας αλλά της δημιουργίας» και «Η ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος» κατά τον Βαλερύ.
«Η αφηρημένη σύλληψη μιας ιδιωτικής εμπειρίας που στην οριακή της ένταση γίνεται παγκόσμια», κατά τον Έλιοτ «Η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας», κατά τον Ρίτσαρντς.
«Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο ας μου επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή.» [Γιώργης Παυλόπουλος]

Ακολουθούν σχετικά αποσπάσματα από το κείμενο της Κικής Δημουλά: «Διατριβή ενός Αδαούς Μονολόγου πάνω σε Άγνωστο Θέμα»:
«Η ποίηση είναι ένα πείσμον μυστικό. Το ποίημα που γράφεται είναι μία πείσμων πονηρία που, πες πες πες, καταφέρνει πότε πότε να αποσπάσει ελάχιστο τμήμα αυτού του μυστικού, και που σπεύδει να το διαδώσει. Με την ίδια όμως ασάφεια και υπαινικτικότητα που το παρέλαβε. Έτσι, το ποίημα γίνεται αυτόματα συνένοχος και συντηρητής της μυστικότητας που θέλει να διατηρήσει.
Η ποίηση είναι ένα πείσμον μυστικό παράπονο. Που σχηματίστηκε πολύ πριν απ’ τις αιτίες του, προεξοφλώντας ότι θα υπάρξουν. Ο επίσης απόρρητος υπαίτιος αυτού του παραπόνου απειλεί την ποίηση, ότι αν το αποκαλύψει, θα της αφαιρεθεί αυτόματα και αυτοστιγμεί κάθε λόγος, κάθε νόημα υπάρξεώς της.
Ο ποιητής τώρα, είναι ο συναγερμός που έχει τοποθετήσει η ποίηση στα τρωτά της σημεία για να μην την διαρρήξουν. Είναι το κόκκινο ματάκι που αρχίζει να βαράει δαιμονισμένα, μόλις περάσει μπροστά από την ακτίνα του ύποπτος, γάτα, κουνούπι ή και κάποια σωματώδης αδιαφορία. Ο ποιητής εξαπολύει αμέσως όλες τις αστυνομικές του δυνάμεις που τρέχουν να συλλάβουν το ερέθισμα. …
Η ποίηση ιδιαίτερα είναι μια ξεχωριστή φιλοδοξία, με τις πιο περίπλοκες διαδικασίες, αφού για να σαρκωθεί κάθε φορά πρέπει να συνεργαστούν εν αρμονία αντίπαλα μεταξύ τους ζεύγη, όπως το φανταστικό με το πραγματικό, το λογικό με το παράλογο, ο ρέων λόγος με τη σιωπηλή εικόνα, το γήινο με την απογείωσή του. Ο εκχυμωτής αυτών των συνδυασμών, ο αρωματικός χυμός που βγαίνει από τη συμπίεσή τους είναι οι λέξεις. Με την εύκολα και δύσκολα προσφερόμενη λαγνεία τους. Η καταλληλότητά τους να επανδρώσουν έναν στίχο δεν προκύπτει από το τι εκφράζει η κάθε μία, αλλά από το πώς θα συνηχήσει εν ρυθμώ με τη διπλανή γειτόνισσά της λέξη. Σταματώ εδώ, γιατί το ανεξάντλητο κεφάλαιο της αποστολής των λέξεων απαιτεί μακρά φλυαρία.
Αν τώρα ερωτηθώ, κι ερωτήθηκα πολλές φορές, πώς μπορεί κανείς μέσα από τέτοιες απαγορευτικές σχεδόν σκοτεινότητες να εννοήσει την ποίηση, θα απαντήσω ότι, την ποίηση δεν την εννοούμε. Πρωτίστως την νιώθουμε. Πριν μας δοθούν κατευθύνσεις και οδικοί χάρτες.»


Ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα πως η πιο ειλικρινής και τίμια απάντηση στο ερώτημα τι είναι ποίηση, είναι το να παραδεχόμαστε ότι δεν γνωρίζουμε. Απάντηση που δημιουργεί την αίσθηση πως η σχετική συζήτηση φτάνει σ’ ένα απροσπέλαστο αδιέξοδο. Στην πραγματικότητα, όμως, η απάντηση αυτή λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι η ποίηση γίνεται αντιληπτή με τελείως διαφορετικό τρόπο με το πέρασμα των χρόνων και πως ό,τι συνιστά ποίηση για τους ανθρώπους της μιας εποχής δεν είναι κατ’ ανάγκη σίγουρο πως θα έβρισκε σύμφωνους και τους ανθρώπους μιας άλλης εποχής. Έτσι, ενώ άλλοτε η ποίηση ταυτιζόταν με την ύπαρξη μέτρου και ρυθμού, στην πορεία αυτή η σύνδεση εγκαταλείφθηκε και μπορούσε πλέον να δημιουργηθεί ποίηση υψηλού επιπέδου χωρίς αυτά τα στοιχεία. Η ποίηση, άρα, είναι μια μορφή τέχνης που αποκτά διαρκώς νέα μορφή και σύσταση, γεγονός που καθιστά, αν όχι ανέφικτη, πάντως εξαιρετικά δύσκολη κάθε προσπάθεια ορισμού της. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...