Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για το «Ποίηση 1948» του Εγγονόπουλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο κείμενο για το «Ποίηση 1948» του Εγγονόπουλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νίκος Εγγονόπουλος «Μπολιβάρ» παράλληλο στο «Ποίηση 1948»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Konstantinos Baklatzis

Νίκος Εγγονόπουλος «Μπολιβάρ» παράλληλο στο «Ποίηση 1948»

«Μπολιβάρ» (απόσπασμα)

...
Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε 
η Έμπνευσις,
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο 
συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του
Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.
Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας 
τον άλλο για κατάλληλο καιρό,
Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα,
ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,
Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι αυτά όχι για τα ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις
πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα,
κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους,
μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι, 
γενναίοι και δυνατοί.
...



τούτη η εποχή
του εµφυλίου σπαραγµού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι άλλα παρόµοια
σαν πάει κάτι
να
γραφεί
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη µεριά
αγγελτηρίων θανάτου

γι’ αυτό και
τα ποιήµατά µου
είν’ τόσο πικραµένα
(και πότε -άλλωστε- δεν ήσαν;)
κι είναι
-προ πάντων-
και
τόσο
λίγα

Στο «Μπολιβάρ», που συντίθεται στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, ο Νίκος Εγγονόπουλος εκφράζει την πρόθεσή του να υμνήσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Σιμών Μπολιβάρ, δύο σημαντικότατους ήρωες όχι τόσο για τη συμμετοχή τους σε εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, όσο για την απόλυτη ελευθερία που διέκρινε τις πράξεις και τη σκέψη τους. Τα ηρωικά πρόσωπα που επιλέγει ο ποιητής, πέρα από τη δεδομένη αφοσίωση που είχαν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, δε δίσταζαν να αντικρίσουν τα οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν για τους πολίτες της χώρας τους, αν αυτή τολμούσε μια συνεργασία ή συνύπαρξη με άλλες γειτονικές και εν δυνάμει φίλιες περιοχές και χώρες. Δε δίσταζαν ακόμη να αναγνωρίσουν πως συχνά ο χειρότερος εχθρός της πατρίδας βρίσκεται μέσα στην ίδια την πατρίδα και προκύπτει από εκείνους τους ανθρώπους που θέτουν το προσωπικό κέρδος πάνω από οτιδήποτε άλλο.
Ο Μπολιβάρ και ο Ανδρούτσος δεν εγκλωβίζονται από την αυστηρή έννοια της εθνικής ταυτότητας και τολμούν να δουν τα πράγματα ως έχουν. Ο Μπολιβάρ πολύ σύντομα αντιλαμβάνεται πως για τις χώρες της Νοτίου Αμερικής η καλύτερη επιλογή, για να μπορέσουν να αναπτυχθούν οικονομικά και να σταθούν ισάξια απέναντι στις ραγδαία αναπτυσσόμενες Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ήταν η δημιουργία μιας ανάλογης διακρατικής ένωσης. Αντιστοίχως, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος διαβλέπει εγκαίρως τον άθλιο τρόπο με τον οποίο το σινάφι των πολιτικών εκμεταλλεύεται τις θυσίες των Ελλήνων αγωνιστών, και επιχειρεί μια μοιραία για τον ίδιο σύγκρουση μαζί τους. Τη στιγμή που οι Έλληνες έδιναν τη ζωή τους για την απελευθέρωση της χώρας, οι πολιτικοί -με την κάλυψη μιας υποτιθέμενης προσφοράς σε επίπεδο οργάνωσης και διοίκησης-, αρχίζουν από νωρίς να καρπώνονται κάθε είδους οφέλη, επιχειρώντας ανερυθρίαστα την εξόντωση κάθε αγωνιστή που δίκαια κέρδιζε την εκτίμηση και το σεβασμό των πολιτών.
Ο ποιητής, λοιπόν, έχοντας κατά νου τα τρωτά της πολιτείας, ιδίως όταν αυτή λειτουργεί για να εξυπηρετεί τους έχοντες και τους κρατούντες, δε διστάζει καθόλου να δηλώσει πως οι πατρίδες, τα έθνη, τα σύνολα και τα «άλλα παρόμοια», δεν εμπνέουν. Αναγνωρίζει έτσι στους ήρωές του, και ιδίως στον Οδυσσέα Ανδρούτσο, την ξεχωριστή εκείνη ελευθερία που τους επέτρεψε να μην αφεθούν στην περιορισμένη θέαση και στο φανατισμό που συχνά προκαλεί η προσήλωση στο έθνος και την πατρίδα. Η σκέψη του ποιητή είναι σαφής: τη στιγμή που οι πολίτες είναι έτοιμοι να υποστούν κάθε βάσανο και κάθε θυσία για την πατρίδα τους, οι κατέχοντες και οι κρατούντες εκμεταλλεύονται την εύλογη αυτή αγάπη, για να αποκομίζουν οι ίδιοι όλο και περισσότερα οικονομικά και πολιτικά κέρδη.
Οι πατρίδες, τα έθνη, τα σύνολα και τα άλλα παρόμοια δεν εμπνέουν από τη στιγμή που αντιληφθεί κανείς πως πολύ συχνά χρησιμοποιούνται ως μέσο κάλυψης μιας συνεχούς εκμετάλλευσης των πολιτών από ανθρώπους που ουδόλως νοιάζονται για τις έννοιες αυτές.
Ο Εγγονόπουλος ήδη από τα πρώτα χρόνια της Κατοχής αποστασιοποιείται από την άκριτη προσήλωση στο έθνος και στην πατρίδα, αντιλαμβανόμενος πως αμέσως μετά το τέλος κι αυτής της δύσκολης συγκυρίας θα βρεθούν επίδοξοι και πρόθυμοι πολιτικοί για να εκμεταλλευτούν και τις νέες θυσίες των Ελλήνων. Σκέψη που βρήκε τη δικαίωσή της με τον πλέον τραγικό για τους πολίτες τρόπο, όταν προκειμένου να κριθεί ποιος θα αναλάβει τον έλεγχο του υπό απελευθέρωση κράτους, ξέσπασε ένας από τους πιο αιματηρούς και σκληρούς εμφυλίους πολέμους, που γνώρισε η χώρα αυτή. Ένας πόλεμος, μάλιστα, του οποίου η έκβαση κρίθηκε, όχι στο πεδίο της μάχης, αλλά στα γραφεία ξένων κυβερνήσεων
Ο ποιητής αντικρίζει αυτή τη νέα συμφορά της χώρας με πλήρη απόγνωση και δηλώνει με ειλικρίνεια πως «τούτη η εποχή /του εµφυλίου σπαραγµού / δεν είναι εποχή / για ποίηση / κι άλλα παρόµοια». Ό,τι προηγουμένως ωθούσε τον ποιητή να δηλώσει πως το έθνος και η πατρίδα δεν εμπνέουν, υπό την έννοια πως οι κάποτε σεβαστές αυτές έννοιες έγιναν πια το πεδίο δράσης εκείνων που νοιάζονται μόνο για το κέρδος και την εξουσία, επιβεβαιώνεται πολύ σύντομα με τον χειρότερο τρόπο. Οι Έλληνες καταλήγουν να σκοτώνονται μεταξύ τους, σ’ έναν αδελφοκτόνο πόλεμο από νωρίς χαμένο, σ’ έναν πόλεμο που σκόρπισε το θάνατο κι έφερε την οδύνη, χωρίς επί της ουσίας να έχει τη δυνατότητα να προσφέρει τίποτε στους Έλληνες και στην Ελλάδα.
Ο ποιητής δηλώνει αδύναμος να εκφέρει λόγο γι’ αυτή τη νέα πληγή η ποίηση και τα «άλλα παρόμοια» καθίστανται ανώφελα μπροστά στον παραλογισμό του εμφύλιου σπαραγμού.
Ο Εγγονόπουλος ήδη με το Μπολιβάρ προσπάθησε να επισημάνει το γεγονός πως η πατρίδα έχει χάσει το αρχικό της νόημα κι έχει τραπεί από ιερή ιδέα σε μέσο πλουτισμού και ισχυροποίησης των λίγων. Το παράδειγμα του Ανδρούτσου χαρακτηριστικό και πρόδηλο. Ο εξαίρετος αυτός αγωνιστής μόλις προσπάθησε να τα βάλει με τους στυγνούς εκμεταλλευτές του λαού, μόλις προσπάθησε να εναντιωθεί στους πολιτικούς και στους εν γένει ισχυρούς, δολοφονήθηκε με τον πιο άγριο τρόπο. Κι ο ποιητής γρήγορα αντιλαμβάνεται πως ακόμη και μετά την επώδυνη εμπειρία της Κατοχής κάποιοι θα σπεύσουν να διεκδικήσουν την εξουσία και να καρπωθούν τα οφέλη απ’ τις θυσίες των Ελλήνων. Ωστόσο δεν είχε φανταστεί πως η διεκδίκηση αυτή θα έφερνε τη χώρα και τους βασανισμένους πολίτες της σε μια τόσο ακραία κατάσταση. Ο εμφύλιος πόλεμος φέρνει πόνο στον ποιητή και τον κάνει να συνειδητοποιήσει πως η τέχνη του, η ποίηση, δεν είναι ικανή, δεν ταιριάζει καν σε μια τόσο άσχημη και ολέθρια για τον ελληνικό λαό περίοδο.

Ας προσεχθεί πως η ειρωνεία που κρύβει και στα δύο ποιήματα η φράση «κι άλλα παρόμοια» αντλείται και αποτελεί μια διακειμενική αναφορά του ποιητή σ’ έναν παρόμοιο στίχο του Κωνσταντίνου Καβάφη από το ποίημά του «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής»

Άρης Αλεξάνδρου «Η αναμμένη λάμπα» ως παράλληλο για το «Ποίηση 1948»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Andrew Judd 

Άρης Αλεξάνδρου «Η αναμμένη λάμπα» ως παράλληλο για το «Ποίηση 1948»

Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π.Γ.
σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο
θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας
έτσι που νότιζε τους τοίχους του κελιού
ήταν αναπόφευκτο να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της
και ν’ ακουστεί
                          σαν ουρλιαχτό
                                               σαν εκπυρσοκρότηση.
Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας κι άλλα στην
καθοδήγηση
θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως εγώ
ήμουνα μονάχα παραλήπτης
των όσων μου ‘στελναν γραμμένα με λεμόνι
οι φυλακισμένοι
και των δυο ημισφαιρίων.
Αν μου πρέπει τιμή
είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη μέσα στην
κάμαρά μου
κι έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων
κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές πάνω από τη
φλόγα.

Ο Άρης Αλεξάνδρου στο ποίημά του επικρίνει την υποτακτική και κάποτε υποκριτική στάση των ομοτέχνων και ομοϊδεατών του, οι οποίοι είτε ακολουθούν τις εντολές που λαμβάνουν από την εκάστοτε κυβέρνηση και τα πολιτικά γραφεία είτε εμφανίζονται να εκφράζουν άλλες απόψεις στους φίλους τους και άλλες στα πλαίσια της κομματικής καθοδήγησης. Ο Αλεξάνδρου δηλώνει ότι ο ίδιος δεν τέθηκε ούτε στην υπηρεσία κάποιας κομματικής σκοπιμότητας ούτε ποτέ φάνηκε διπρόσωπος, όπως έκαναν πολλοί άλλοι. Η δική του υπηρεσία υπήρξε πάντοτε η πρόθεσή του να αναδείξει τον πόνο των αγωνιστών, τον πόνο των φυλακισμένων, ανεξάρτητα από την παράταξη στην οποία ανήκαν.
Αναλυτικότερα:
Ο ποιητής απευθυνόμενος σε όσους κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ακολουθούσαν με τυφλή υποταγή τις διαταγές της κυβέρνησης ή των πολιτικών γραφείων, τους επισημαίνει πως κάποια στιγμή θα αντιληφθούν ότι οι επιπτώσεις του πολέμου, οι επιπτώσεις που είχαν οι σχεδιασμοί και οι επιδιώξεις των κρατούντων, ήταν κυρίως εμφανείς στον πόνο των φυλακισμένων. Οι απλοί άνθρωποι που πίστεψαν στις ιδέες της μίας ή της άλλης παράταξης και οι οποίοι κατέληξαν σε κάποιο κελί περιμένοντας πιθανότατα την εκτέλεσή τους, είναι εκείνοι που βίωσαν όσο κανείς τη σημασία του πολέμου. Οι άνθρωποι αυτοί υπέφεραν για τα ιδανικά τους και ο πόνος τους, ο οποίος για καιρό εγκλωβιζόταν στα στενά όρια του κελιού τους, δεν μπορούσε παρά να μετουσιωθεί κάποια στιγμή σε κραυγή, σε ουρλιαχτό τόσο δυνατό όσο ένας πυροβολισμός. Ο πόνος των ανθρώπων αυτών ήταν αναπόφευκτο να βγει στην επιφάνεια και να ακουστεί, -σ’ αυτό συνέβαλαν φυσικά και οι ποιητές, όπως ο Αλεξάνδρου και ο Αναγνωστάκης, που θεώρησαν χρέος τους να αναδείξουν τον πόνο των απλών αγωνιστών.
Επιπλέον, ο ποιητής απευθύνεται σε όσους με υποκριτικό τρόπο εξέφραζαν διαφορετικές απόψεις στις συζητήσεις με τους φίλους τους και διαφορετικές απόψεις εμφανίζονταν να έχουν στα πλαίσια της κομματικής καθοδήγησης, δείχνοντας σαφώς πως δεν είναι δοσμένοι πραγματικά στην ιδεολογία που υποτίθεται ότι υπηρετούσαν, αλλά ότι επί της ουσίας επιχειρούσαν να εκμεταλλευτούν μία κατάσταση. Σ’ αυτούς, λοιπόν, ο Αλεξάνδρου τονίζει πως κάποτε θα κατανοήσουν ότι ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ διπρόσωπος ή υποκριτής όπως εκείνοι, αλλά ότι ήταν απλώς έτοιμος να ακούσει και να γνωρίσει τον πόνο και τις πικρές εμπειρίες των ανθρώπων που αγωνίζονταν, ανεξάρτητα από την παράταξη στην οποία ανήκαν (και των δύο ημισφαιρίων). Ο ποιητής αντιλαμβανόταν πως ο πόλεμος αυτός αποτελούσε πηγή δεινών για τους ανθρώπους και των δύο παρατάξεων και γι’ αυτό ήταν έτοιμος να λάβει τα μηνύματά τους, χωρίς να λογαριάζει σε ποια παράταξη ήταν ταγμένος ο καθένας. Εκείνο που ενδιέφερε τον ποιητή ήταν η ανάδειξη του πόνου αυτού, γι’ αυτό και δηλώνει πως του αξίζει τιμή για τη διαρκή ετοιμότητά του να αναγνώσει τα μυστικά μηνύματα που του έστελναν οι φυλακισμένοι. Μηνύματα που έγραφαν στο χαρτί με το χυμό του λεμονιού για να είναι ορατά μόνο σε όποιον έμπαινε στη διαδικασία να θέσει το χαρτί κοντά στη θερμότητα της φλόγας.
Ο Αλεξάνδρου ήταν πάντοτε με τη λάμπα του γραφείου του αναμμένη, έτοιμος να δεχτεί τα μηνύματα των φυλακισμένων, τα μηνύματα που αποκάλυπταν τον πόνο των ανθρώπων που τιμωρούνταν για τη διάθεσή τους να υπηρετήσουν τις ιδέες και τις ελπίδες τους για μια ουσιαστική αλλαγή. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ο ποιητής δε διακρίνει τους αγωνιζόμενους ανάλογα με τις ιδεολογίες τους, αλλά είναι πρόθυμος να ακούσει και στη συνέχεια να γνωστοποιήσει τις πικρές εμπειρίες όλων ανεξαιρέτως των αγωνιστών.
Εγγονόπουλος – Αλεξάνδρου
Η διάθεση του Αλεξάνδρου να γνωρίσει τον πόνο των φυλακισμένων και η επιθυμία του να γνωστοποιήσει τις εικόνες αυτές του πολέμου, έρχονται σε αντίθεση με τη στάση που τηρεί ο Εγγονόπουλος, ο οποίος μπροστά στον παραλογισμό του πολέμου αισθάνεται πως η ποιητική τέχνη καθίσταται περιττή. Ο Εγγονόπουλος στο ποίημα «Ποίηση 1948» εκφράζει την άποψη πως η εποχή του εμφύλιου σπαραγμού δεν είναι κατάλληλη για τη δημιουργία ποίησης, υπό την έννοια πως η καλλιτεχνική δημιουργία δεν έχει θέση σε μια περίοδο που οι Έλληνες βιώνουν έναν αμείλικτο αδελφοκτόνο πόλεμο. Ο ποιητής εδώ αναφέρεται στην ποίηση ως έκφανση της τέχνης γενικότερα και όχι της ποίησης ως μέσο καταγγελίας των δραματικών στιγμών του πολέμου, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τον Αλεξάνδρου. Ενώ, δηλαδή, ο Αλεξάνδρου θεωρεί πως υπήρξε χρέος του να αφουγκραστεί τον πόνο των ανθρώπων και να τον αναδείξει μέσα από την ποίησή του, ο Εγγονόπουλος αισθάνεται ότι δεν μπορεί να αρθρώσει ποιητικό λόγο τη στιγμή που παντού γύρω του κυριαρχεί ο θάνατος -και ιδίως τώρα που ο θάνατος υπηρετείται από έναν εμφύλιο πόλεμο.
Σε αντίθεση με τον Αλεξάνδρου που πιστεύει ότι με την τέχνη του μπορεί και πρέπει να εκφράσει τον πόνο και την απελπισία των ανθρώπων, ο Εγγονόπουλος νιώθει πως όλος αυτός ο σπαραγμός που κυριαρχεί γύρω του, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τη δημιουργία ποίησης. Η αίσθηση του Εγγονόπουλου είναι πως η τέχνη του δεν μπορεί να προσφέρει κάτι το ουσιαστικό τη στιγμή που οι Έλληνες βρίσκονται στη πιο φονική περίοδο του εμφυλίου.
Αναγνωστάκης – Αλεξάνδρου
Η προσπάθεια του Αλεξάνδρου να εκφράσει μέσα από την ποίησή του τον πόνο των αγωνιζόμενων Ελλήνων βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με το κάλεσμα του Αναγνωστάκη (Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;), καθώς και οι δύο αυτοί ποιητές θεώρησαν σωστό να χρησιμοποιήσουν την τέχνη τους ως μέσο έκφρασης και γνωστοποίησης των άσχημων πτυχών του εμφυλίου. Το ποίημα «Στον Νίκο Ε... 1949» παρουσιάζει, μάλιστα, ιδιαίτερες παραλληλίες με το ποίημα του Αλεξάνδρου, καθώς πέρα από τη διάθεση και των δύο ποιητών να αναδείξουν μέσω της τέχνης τους τις πικρές εμπειρίες των αγωνιστών, τα δύο ποιήματα συναντώνται και σε επιμέρους σημεία. Ο πόνος των φυλακισμένων που αποτελεί βασική θεματική στο «Η αναμμένη λάμπα» του Αλεξάνδρου, αντικατοπτρίζει την εμπειρία της φυλάκισης που έχει βιώσει και καταγράφει ο Αναγνωστάκης στο δικό του ποίημα. Ενώ, οι εφιάλτες που καταδυναστεύουν τους φυλακισμένους, στο ποίημα του Αναγνωστάκη, βρίσκουν την αντιστοιχία τους στην ποσότητα της πίκρα που νοτίζει τους τοίχους των κελιών, στο ποίημα του Αλεξάνδρου. 

Νικηφόρος Βρεττάκος «Σε ονειρευόμουνα ποίηση»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Hanne Lore Koehler

Νικηφόρος Βρεττάκος «Σε ονειρευόμουνα ποίηση»

Ο Νίκος Εγγονόπουλος, στο ποίημά του «Ποίηση 1948», και ο Νικηφόρος Βρεττάκος, στο ποίημά του «Σέ ὀνειρευόμουνα ποίηση» που ακολουθεί, διατυπώνουν τη θέση τους απέναντι στη σχέση της ποιητικής δημιουργίας με την εποχή της. Να εντοπίσετε ομοιότητες και διαφορές στο περιεχόμενο των δύο ποιημάτων.

Σέ ὀνειρευόμουνα ποίηση

Σέ ὀνειρευόμουνα δέντρο - ἕνα πρωί
μυριάδες ἰβίσκοι ν’ ἀνάβουνε πάνω σου.
Σέ ὀνειρευόμουνα μήτρα.
Ἀλλά νά:
μέρες παράξενες, καιροί σκοτεινοί,
σέ πάλευαν ὅλα. Κι ὅμως, ποίηση ἐσύ,
ἀμετάπειστο ρεῦμα τ’ οὐρανοῦ, ἐπιμένεις.
Ἕνα κύμα ἀπό κόκκινα παράξενα φῶτα,
ἕνα κύμα πληγές, πού ξεσπώντας φωτάει
τά χαρτιά μου τή νύχτα.

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Τό βάθος τοῦ Κόσμου» (1961), από το βιβλίο Τά ποιήματα, εκδ. Τρία Φύλλα, 1981.

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος μας δίνει αρχικά δύο εικόνες με τις οποίες ορίζει πώς ονειρευόταν την ποίηση, πώς φανταζόταν ότι θα παρουσιαζόταν η ποίηση στη ζωή του. Την ονειρευόταν σαν δέντρο, υποδηλώνοντας έτσι το στοιχείο της επιβλητικής μεγαλοπρέπειας και προσθέτει την εμφάνιση των ιβίσκων για να προσδώσει στην εικόνα της ποίησης και το στοιχείο της ομορφιάς. Το δέντρο, βέβαια, μπορεί να συμβολίζει για τον ποιητή μια σειρά θετικών όψεων της ποίησης, μιας και η ερμηνεία ενός συμβολισμού διατηρεί πάντοτε μια υποκειμενική χροιά.
Ο ποιητής ονειρευόταν την ποίηση σαν μήτρα, σαν ζωοποιό στοιχείο δηλαδή, που θα μπορούσε να δίνει ζωή σε νέες ιδέες, σε καινούριες εικόνες και να λειτουργεί ως πηγή νέων αισθητικών απολαύσεων.
Παρά τις θετικές όψεις όμως που απέδιδε ο ποιητής στην ιδανική έκφανση της τέχνης του, η πραγματικότητα έμοιαζε να τίθεται ως απροσπέλαστο εμπόδιο, καθώς στη ζωή του ήρθαν σκοτεινοί καιροί και παράξενες μέρες. Οι αντίξοες αυτές συνθήκες έκαναν τον ποιητή να πιστέψει για μια στιγμή ότι η τέχνη του δε θα μπορέσει να βρει την έκφρασή της και πως οι αντιποιητικοί καιροί θα έμπαιναν εμπόδιο στη δημιουργία ποιητικού έργου.
Εντούτοις, η ποίηση, σαν αμετάπειστο ρεύμα, σαν επίμονη πνευματική ανησυχία, συνέχισε να επιμένει, συνέχισε να κυριαρχεί στη σκέψη του ποιητή. Σαν ένα κύμα από κόκκινα φώτα, σαν ένα κύμα πληγές, φωτίζει τις νύχτες τα χαρτιά του και τον καθοδηγεί στην αποτύπωση των σκέψεων και των βιωμάτων του. Η παρομοίωση της ποίησης με κόκκινο φως, μας παραπέμπει έμμεσα στην έννοια του αίματος και του θανάτου, εκφράζοντας έτσι την αίσθηση του ποιητή πως ακόμη και σ’ εποχές όπου επικρατεί η παρουσία του θανάτου, ο ίδιος βρίσκει τον εαυτό του ικανό να εκφράσει τον πόνο και τις ανησυχίες του ποιητικά.
Οι σκοτεινοί καιροί, το αίμα και οι πληγές δεν κατορθώνουν να σωπάσουν τη φωνή του ποιητή, αντιθέτως του φωτίζουν τις νύχτες τα χαρτιά του, τον καθοδηγούν στην ποιητική δημιουργία, καθώς πρέπει τα γεγονότα και τα συναισθήματα αυτών των δύσκολων εποχών να καταγραφούν.
Σε αντίθεση με το Βρεττάκο που αντιλαμβάνεται τις αντιξοότητες ως κίνητρο για να επιτείνει την ποιητική του δημιουργία, ο Εγγονόπουλος μπροστά στην αγριότητα του εμφυλίου πολέμου και στην κυριαρχία του θανάτου, θεωρεί πως δεν έχει κάτι να προσφέρει με την ποίησή του. Ο Εγγονόπουλος αισθάνεται πως η ενασχόληση με την ποίηση είναι σχεδόν περιττή, τη στιγμή που γύρω του οι άνθρωποι σκοτώνονται με διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό, γι’ αυτό και γράφει όλο και λιγότερα ποιήματα.
Η αντίθεση επομένως ανάμεσα στις σκέψεις που εκφράζουν οι δύο ποιητές έγκειται στο πως αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες της εποχής τους. Ο Βρεττάκος βιώνει τις δυσκολίες ως έναν ακόμη λόγο για ποιητική δημιουργία, ενώ ο Εγγονόπουλος ως ανασταλτικό παράγοντα στην ποιητική του έκφραση.
Οι ομοιότητες στο περιεχόμενο έχουν να κάνουν με τη δυσκολία που παρουσιάζει η εποχή που ζουν οι ποιητές (εποχή του εμφύλιου σπαραγμού – μέρες παράξενες, καιροί σκοτεινοί), τα έντονα συναισθήματα πόνου (τόσο πικραμένα – ένα κύμα πληγές), αλλά και την παρουσία του θανάτου, η οποία διατυπώνεται με σαφήνεια από τον Εγγονόπουλο, ενώ δίνεται μέσω συμβολισμών από το Βρεττάκο.

Τάκης Βαρβιτσιώτης «Όταν ο ποιητής…»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Elise Palmigiani

Τάκης Βαρβιτσιώτης «Όταν ο ποιητής…»

Όταν ο ποιητής
Ανοίγει τα μάτια του
Στο καθημερινό θαύμα
Εμφανίζονται σιγά - σιγά
Όλα τα πένθιμα φαντάσματα
Όλα τα όνειρα τα λυπητερά
Σαν κεριά που καπνίζουν

Τότε με το χλωμό του δάκτυλο
Χαράζει τ’ αρχικά της αστραπής
Πάνω στη στιβαγμένη σκόνη
Πάνω στο πρόσωπο της χρονιάς
Που γέρνει

Μαστιγωμένο απ’ όλους τους ανέμους
Αλλάζει τη λάσπη
Σε κρουνούς από φωτεινό αίμα
Μεταμορφώνει το θάνατο
Σ’ ερωτικό τραγούδι

Ω ποίηση αναμάρτητη
Εμπιστευμένη στη δροσιά της θύελλας
Ω ποίηση ατελεύτητη
Φτεροκόπημα χελιδονιών.

Ποια άποψη εκφράζει ο Τάκης Βαρβιτσιώτης για την ποίηση και σε τι διαφοροποιείται από τον Εγγονόπουλο;

Ο Εγγονόπουλος στο Ποίηση 1948, μιλώντας για την εποχή του εμφυλίου, για την απάνθρωπη εποχή του εμφύλιου σπαραγμού, δηλώνει πως δεν είναι κατάλληλη εποχή για ποίηση. Τη στιγμή που οι Έλληνες σκοτώνονται μεταξύ τους, ο ποιητής θεωρεί πως μια ενασχόληση τόσο θεωρητική, όπως είναι η ποίηση, μοιάζει το λιγότερο περιττή. Στα χρόνια του εμφυλίου και ιδίως όταν η αναμέτρηση όδευε σταδιακά προς την κορύφωσή της, ο θάνατος κυριαρχούσε παντού και τα θύματα διαρκώς αυξάνονταν, γεγονός που αποθάρρυνε τον ποιητή και του δημιουργούσε την αίσθηση πως η ποίηση, η θεωρητική ενασχόληση, η εκ του ασφαλούς θέαση της κατάστασης ήταν μάλλον αταίριαστη, γι’ αυτό και η ποιητική του παραγωγή μειώνεται και γεμίζει με ακόμη περισσότερη θλίψη και απόγνωση.
Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, στο ποίημα «Όταν ο ποιητής...», διατυπώνει μια διαφορετική άποψη, καθώς θεωρεί πως η ποίηση μπορεί και πρέπει να αντιμετωπίζει και τις πλέον δύσκολες καταστάσεις, προσφέροντας μια νέα δυναμική και αποκαλύπτοντας μια αισιόδοξη ματιά στα δεδομένα της πραγματικότητας.
Όταν ο ποιητής αντικρίζει το καθημερινό θαύμα -κάθε νέα ημέρα είναι κι ένα νέο θαύμα, εμφανής εδώ η αισιόδοξη στάση του ποιητή-, βλέπει παράλληλα και όλες τις δυσκολίες που υπάρχουν. Ο ποιητής δεν είναι αποστασιοποιημένος από την πραγματικότητα, συνειδητοποιεί πόσο άσχημες καταστάσεις υπάρχουν, και δεν μπορεί να μένει αμέτοχος, οφείλει να προσφέρει τη βοήθειά του. Με το χλωμό του δάχτυλο -χλωμό, υπό την έννοια πως οι ποιητές βρίσκονται στην εκούσια απομόνωση του γραφείου και της μελέτης-, χαράζει τα αρχικά της αστραπής πάνω στη σκόνη. Ο ποιητής πρέπει να ωθεί σε δράση τους ανθρώπους, εκεί που τα πράγματα έχουν αδρανοποιηθεί. Η σκόνη, ως σύμβολο της αδράνειας και της στασιμότητας, αποτελεί ένδειξη πως σε κάποια ουσιώδη ζητήματα οι άνθρωποι παραμένουν κάποτε άτολμοι και αναποφάσιστοι. Ο ποιητής επομένως οφείλει να τους δώσει το κίνητρο να δραστηριοποιηθούν, όπως ακριβώς, οφείλει να δώσει το παράγγελμα για μια εναργή αντιμετώπιση των προβλημάτων όταν συνειδητοποιεί πως «το πρόσωπο της χρονιάς γέρνει» υπό το βάρος των δυσκολιών. Όταν, δηλαδή, η κοινωνία μοιάζει να υποχωρεί μπροστά στις αντίξοες συνθήκες και στα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, ο ποιητής πρέπει να καλεί τους ανθρώπους σε δράση, ή καλύτερα σε αντίδραση.
Ο ποιητής είναι αυτός που πρέπει να αλλάζει τη λάσπη, το προϊόν της αποτελμάτωσης και της φθοράς, σε φωτεινό αίμα, σε ζωοποιό δύναμη που μέσα από τις δυσκολίες θα φέρει την αναγέννηση. Ο ποιητής θα πρέπει να παίρνει το θάνατο, τη θυσία των συνανθρώπων του και να την κάνει ερωτικό τραγούδι, έκφραση ευγνωμοσύνης και κίνητρο για μια εντονότερη προσπάθεια. Ο ποιητής δεν μπορεί να πτοείται από το θάνατο ή τη στασιμότητα, ο ποιητής πρέπει να αξιοποιεί τις θυσίες και να αντιστέκεται στο συμβιβασμό και την υποχώρηση. Η ζωή δεν κερδίζεται με την απάθεια και την αδράνεια, η ζωή θέλει τη θυσία, θέλει το θάνατο για να συνεχίσει ακόμη ισχυρότερη.
Το μέσο για την επίτευξη του πολύτιμου έργου του ποιητή είναι φυσικά η ποίηση, την οποία ο Βαρβιτσιώτης εξυμνεί στο κλείσιμο του ποιήματός του. Η ποίηση είναι αναμάρτητη, -αναφορά που έμμεσα της αποδίδει θεϊκές ιδιότητες-. Η ποίηση αντλεί τη δροσιά της από τη θύελλα, από ένα φαινόμενο τόσο ισχυρό που μπορεί να ανατρέψει τα πάντα, η ποίηση, η θεϊκή αυτή τέχνη παίρνει απλώς τη δροσιά της. Η ποίηση είναι ατελεύτητη, κάτι που μπορεί να σημαίνει πως είτε είναι χωρίς τέλος είτε πως δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Σε κάθε περίπτωση, η τέχνη αυτή που έχει να προσφέρει πολλά είναι σαν φτεροκόπημα χελιδονιών, είναι ο ερχομός της άνοιξης που φέρνει μαζί του την αναγέννηση, την αλλαγή και την προοπτική μιας νέας αρχής.

Μίλτος Σαχτούρης «Τα Δώρα», παράλληλο για Εγγονόπουλο – Αναγνωστάκη

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Laura Pierre-Louis 

Μίλτος Σαχτούρης «Τα Δώρα», παράλληλο για Εγγονόπουλο – Αναγνωστάκη

Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν
μια γυναίκα μου χαμογέλασε
ένα κορίτσι μου χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μου χάρισε ένα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό

Δύο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής

Στο ποίημα «Τα δώρα» ο Μίλτος Σαχτούρης παρουσιάζει το ρόλο που επιτελεί ο ποιητής στην κοινωνία, από την οποία άλλωστε αντλεί την απαιτούμενη ενίσχυση, και για την οποία παράλληλα ασκεί το δύσκολο έργο του. Το ποίημα αυτό ανήκει στη συλλογή «Παραλογαίς» που εκδόθηκε το 1948, στα χρόνια δηλαδή του εμφυλίου πολέμου.
Αναλυτικότερα:
Το ποίημα αρχίζει με τη δήλωση του ποιητή ότι σήμερα φόρεσε ένα ζεστό κόκκινο αίμα, ότι σήμερα, δηλαδή, κάνει ένα νέο ξεκίνημα – το ζωοδόχο ζεστό αίμα, σύμβολο ζωής κι ενέργειας -, αναλαμβάνει το καθήκον του με νέο ενθουσιασμό και ζωτικότητα καθώς μάλιστα η αποδοχή του κόσμου μοιάζει καθολική. Ο ποιητής λαμβάνει από τους γύρω του δώρα (ένα χαμόγελο, ένα κοχύλι, κι ένα σφυρί), εννοώντας ότι ο κόσμος αποτελεί τη βασική πηγή ενθάρρυνσης του ποιητή, αλλά και την πηγή από την οποία αντλεί εν τέλει τα ποιήματά του. Τα δώρα που του προσφέρονται είναι κατά σειρά ένα χαμόγελο, ένδειξη αποδοχής κι ενθάρρυνσης, ένα κοχύλι, το οποίο μας παραπέμπει στην αθωότητα των ειρηνικών εποχών που οι άνθρωποι περνούν αμέριμνοι το χρόνο τους στην παραλία, και τέλος ένα σφυρί, σύμβολο της απαιτούμενης σκληρότητας που οφείλει να έχει ο ποιητής στην προσπάθειά του να μιλήσει με ειλικρίνεια. Εδώ, είναι σαφής η αντίθεση ανάμεσα στο κοχύλι που προσφέρει το κορίτσι και στο σφυρί που προσφέρει το αγόρι.
Το σφυρί λειτουργεί ως ο συνεκτικός αρμός με την επόμενη στροφή στην οποία ο ποιητής μας δηλώνει την προσπάθειά του να καθηλώσει τους περαστικούς, να τους καρφώσει στο έδαφος, ώστε έτσι ακινητοποιημένοι να μπορέσουν να δώσουν προσοχή στα λόγια του, στο έργο του. Οι περαστικοί παρουσιάζονται από τον ποιητή δακρυσμένοι, δίνοντας έτσι το κλίμα της δύσκολης εκείνης εποχής που είχε γεμίσει πίκρα τους ανθρώπους. Παρά τη θλίψη τους, βέβαια, η παρουσία του ποιητή και η φαινομενικά βίαιη πράξη του δεν τους τρομάζει, κι αυτό γιατί οι περαστικοί – οι άνθρωποι εν γένει – έχουν ανάγκη από τη σκληρή μεσολάβηση του ποιητή. Το έργο που επιτελεί ο ποιητής είναι σημαντικό καθώς επιχειρεί να αποδώσει την επικρατούσα κατάσταση, να αφυπνίσει τις συνειδήσεις και να στρέψει την προσοχή των ατόμων στα ουσιαστικά ζητήματα, κι αυτές οι λειτουργίες δεν μπορούν να επιτευχθούν με πιο ήπια προσέγγιση. Οι άνθρωποι, λοιπόν, είναι δακρυσμένοι, βρίσκονται μέσα σε μια κατάσταση έντονου ψυχικού πόνου και η μόνη τους διέξοδος είναι η ενατένιση ψηλά προς τον ουρανό των διαφημίσεων, - πιθανώς κυριολεκτική αναφορά σε διαφημίσεις που τοποθετούνται σε ψηλά κτίρια -, αλλά και μιας ζητιάνας που περιφέρεται στον ουρανό και πουλάει τσουρέκια, ενός οράματος δηλαδή που θυμίζει ιδέες μελλοντικής επιβράβευσης για όλες τις στερήσεις και τον πόνο που οι άνθρωποι βιώνουν στην καθημερινή τους ζωή. Η ενατένιση στον ουρανό λειτουργεί σαν μια καταφυγή στην ελπίδα μιας αποκατάστασης όλων των ταλαιπωριών στη μετά θάνατο ζωή, κι αποτελεί παράλληλα εμφατική έκφραση της απελπισίας που έχει καταλάβει τους ανθρώπους, που έχουν χάσει πια την πίστη τους ότι θα μπορέσει ποτέ να αλλάξει η φρικτή πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά. Μια χώρα που μετά τη συμμετοχή της στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο βρέθηκε μπλεγμένη σ’ έναν φονικότατο εμφύλιο πόλεμο, έχει επιφέρει τρομερό πλήγμα στις ψυχές των ανθρώπων της.
Ο σύντομος διάλογος που κλείνει το ποίημα φέρνει τη δράση του ποιητή στο προσκήνιο και μαρτυρά το βάθος στο οποίο φτάνουν οι στίχοι του. Τα λόγια του ποιητή καρφώνουν τις καρδιές των ανθρώπων, φτάνουν στην ουσία των πραγμάτων κι αναμοχλεύουν τις πλέον μύχιες ανησυχίες και σκέψεις των ανθρώπων, προκαλώντας τους συχνά πόνο.
Ο ποιητής έχει ένα δύσκολο χρέος, ειδικά σε εποχές τόσο δύσκολες, οφείλει να πει τις δύσκολες αλήθειες, έστω κι αν φτάσει η πίκρα της αλήθειας των λόγων του μέχρι την καρδιά των ανθρώπων. Έχει ένα δύσκολο χρέος, μα έχει και τη συμπαράσταση των ίδιων των ανθρώπων που τον ενθαρρύνουν, του προσφέρουν το υλικό για να εργαστεί κι αναγνωρίζουν κι αποδέχονται την αναγκαιότητα του έργου του.

Μίλτος Σαχτούρης "Χριστούγεννα 1948" παράλληλο κείμενο για το «Ποίηση 1948» του Εγγονόπουλου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Hiroko Sakai

Παράλληλο κείμενο για το «Ποίηση 1948» του Εγγονόπουλου

Μίλτος Σαχτούρης «Χριστούγεννα 1948»


Η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη μας δίνεται με ελλειπτικούς στίχους, που δημιουργούν εικόνες τρομακτικές, επώδυνες, κάποτε ασυνάρτητες, μα πάντοτε τόσο έντονες που κατορθώνουν να μεταδώσουν με εξαιρετική ενάργεια του κλίμα φόβου και οδύνης που επικρατούσε στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Ο ποιητής δε θέλει ή δε μπορεί να μας διηγηθεί με τους στίχους του μια πλήρη ιστορία, προτιμά να μας δίνει θρυμματισμένο το σύνολο, αφήνοντας τον αναγνώστη να επιχειρήσει μόνος του μια επανασύνδεση των επιμέρους κομματιών, καταλήγοντας έτσι σε μια διαφορετική κάθε φορά ιστορία, που είτε αντανακλά είτε όχι τη σκέψη του ποιητή, παραμένει πάντως στα πλαίσια ενός εφιαλτικού σκηνικού κι αυτό είναι αρκετό για τον ποιητή.
Κινούμενος σε χρόνια φρίκης, επιχειρεί να μεταδώσει με τους στίχους του κάτι από αυτόν τον παραλογισμό που έφερε τους Έλληνες να αιματοκυλιστούν μεταξύ τους, προβαίνοντας σε πράξεις αλόγιστης βίας κι ανείπωτης σκληρότητας. Ακόμη κι αν ο Σαχτούρης επιχειρούσε να μας δώσει τις εικόνες που αντίκρισε στην πληρότητά τους, με ειρμό και συνέχεια, ίσως να μην κατόρθωνε να μας μεταφέρει ακέραιο το αίσθημα παραλογισμού που έπνεε εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Επιλέγει τον κατακερματισμό της εικόνας, προτιμά την αινιγματική διατύπωση που δύσκολα φτάνει σε μια σαφή ολότητα, ώστε να έρθει έστω και για λίγο ο αναγνώστης του αντιμέτωπος με όσα έζησε ο ποιητής: παντού σκοτωμένοι άνθρωποι, αίμα, φρίκη και απάνθρωπη σκληρότητα, χωρίς εξηγήσεις και χωρίς λόγο. Πώς θα μπορούσε να μεταφέρει καλύτερα στους στίχους του αυτό το αίσθημα πλήρους αδυναμίας να κατανοήσει γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, γιατί παντού οι άνθρωποι έχουν αποκτηνωθεί και γιατί παντού ρέει άφθονο το αίμα των συμπατριωτών του;
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά ποιήματα του Σαχτούρη, όπου η εικόνα μας δίνεται με σύντομες φράσεις ή απλές λέξεις, που δύσκολα συνδέονται μεταξύ τους κι ακόμη πιο δύσκολα φτάνει κανείς στην ανασύνθεση της συνολικής εικόνας, είναι το «Χριστούγεννα 1948». Το μόνο βέβαιο είναι το κλίμα αποτροπιασμού που αποπνέουν οι στίχοι αυτοί κι ίσως είναι αρκετό να μένει κανείς σ’ αυτή το αίσθημα φρίκης που μεταδίδει τόσο αποτελεσματικά ο ποιητής. Ίσως πάλι μια απόπειρα σύνδεσης της θρυμματισμένης εικόνας να μην είναι εντελώς άτοπη, με την προϋπόθεση πάντοτε ότι είναι απλώς μια απόπειρα και πως κάθε νέα απόπειρα οδηγεί αναγκαστικά σε μια διαφορετική ανασύνθεση της ιστορίας εκείνων των Χριστουγέννων.


Σημαία
ακόμη...


Η σημαία ως το κατεξοχήν σύμβολο πολεμικής δραστηριότητας, στέκει ακόμη, υποδηλώνοντας ότι ο «πόλεμος» ή έστω η αδελφοκτόνος μανία, συνεχίζει ακάθεκτη. Είναι Χριστούγεννα του 1948 κι ο πόλεμος συνεχίζεται αδιάκοπος και μάλιστα καθώς φτάνει στην κορύφωσή του, μαίνεται σκληρότερος από ποτέ.

τα δόκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά....


Η πόλη είναι ακόμη χωρισμένη με οδοφράγματα, η επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών μοιάζει αδύνατη, καθώς ανάμεσά τους βρίσκονται στημένα εμπόδια, παγίδες και τίποτα δε μοιάζει ικανό να φέρει τη σωτήρια μεσολάβηση. Με την εικόνα αυτή ο ποιητής μας μεταδίδει την αίσθηση ότι όλοι οι μαχητές βρίσκονται στις θέσεις τους και πως μια ακόμη σύγκρουση δεν μπορεί να απέχει πολύ.

και τα σπίρτα καμένα...


Με το στίχο αυτό, παρόλο που δε μας ξεκαθαρίζει για ποιο σκοπό χρησιμοποιήθηκαν τα σπίρτα, πάντως μας δημιουργεί την αίσθηση ότι οι πολεμιστές έχουν μείνει για ώρα σε θέση μάχης και κατά την αναμονή έχουν κάψει όλα τους τα σπίρτα, ίσως για να ανάψουν τα τσιγάρα τους. Σε κάθε περίπτωση ο στίχος υποδηλώνει πολύωρη αναμονή.

και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα...


Κι αμέσως μετά την εικόνα της πόλης που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τους μαχητές να βρίσκονται σε κατάσταση αναμονής, μια οβίδα καταλήγει μέσα στη φάτνη του μικρού Χριστού. Το σύμβολο των Χριστουγέννων, το σύμβολο της ειρήνης και της ελπίδας, πέφτει θύμα μιας πράξης πολέμου. Με την εικόνα αυτή έρχεται με απόλυτο τρόπο η διάψευση κάθε ελπίδας και η επιβεβαίωση ότι αυτός ο πόλεμος είναι ανελέητος και χωρίς να δείχνει σημάδια μείωσης της έντασής του. Ακόμη και το ύψιστο σύμβολο αγάπης αποτελεί στόχο των πολεμιστών ή ίσως το σύμβολο της αγάπης αποτελεί το βασικό στόχο, σ’ έναν πόλεμο μέχρι τελικής πτώσεως όπου δε σέβεται απολύτως τίποτε και οι αντίπαλου ενδέχεται να είναι αδέρφια ή πατέρας και γιος.
Η οβίδα πέφτει και το αίμα έρχεται να γεμίσει τα πάντα. Το αίμα απλώνεται παντού και μαζί του ο θάνατος κυριαρχεί. Σ’ αυτόν τον πόλεμο που δεν έχει απλώς σκοπό τη νίκη, έχει κυρίως σκοπό να σκοτώσει. Ο εμφύλιος πέρα από την αντιπαλότητα για τη διεκδίκηση της εξουσίας, υπήρξε ένας πόλεμος μίσους, όπου κάθε είδους προσωπική διαφορά και αντιδικία ήρθε στο φως κι οι άνθρωποι βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν ο ένας τον άλλο, σε προσωπικό επίπεδο και για λόγους που δεν είχαν ιδεολογικό περιεχόμενο. Για λόγους που οδηγούσαν σε μία μόνο επιδίωξη, στο να σκοτώσουν.

εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα χαϊδεύουν...


Στα πλαίσια της εικόνας που μας έχει δώσει προηγουμένως με τη φάτνη, ο ποιητής συνδυάζει στοιχεία από τη φάτνη, τις κέρινες μορφές με πραγματικά πρόσωπα, δημιουργώντας γυναίκες που έχουν κέρινα χέρια, σα να είναι μέρος του διακόσμου της φάτνης.
Τα κέρινα χέρια, μια εικόνα που τόσο μαγνητίζει τη φαντασία του αναγνώστη, δίνουν την εντύπωση ότι ακυρώνουν την προσπάθεια του χαδιού. Πώς μπορεί ένα κέρινο, ένα άψυχο χέρι να μεταδώσει συναίσθημα με το χάδι του, πώς μπορεί μια γυναίκα με άψυχα χέρια να μεταδώσει τρυφερότητα με το άγγιγμά της;
Οι γυναίκες αυτές είναι άλλωστε εφιαλτικές και πέρα από την εξ ορισμού μάταιης προσπάθειάς τους να χαϊδέψουν:

βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα...


Οι εφιαλτικές γυναίκες συνδυάζονται κι εδώ με την εικόνα τη φάτνης, όπου ακινητοποιημένες μέσα στο κρύο στέκουν πλάι στα πρόβατα της φάτνης, αλλά σε συμβολικό επίπεδο, μπορούν να είναι οι γυναίκες – μανάδες που βόσκουν, τρέφουν, μεγαλώνουν, διαπαιδαγωγούν, καταραμένα πρόβατα, καταραμένα παιδιά, ίσα για να εμπλακούν σ’ έναν αδυσώπητο πόλεμο. Εφιαλτικές γυναίκες, που δεν έχουν την ικανότητα να μεταδώσουν πλέον συναίσθημα με τα χέρια τους και να ζεστάνουν την καρδιά όσων δέχονται το άγγιγμά τους, καταλήγουν να τρέφουν καταραμένα παιδιά, που χωρίς συναίσθημα βγαίνουν για να σκοτώσουν.
Κι είναι εφιαλτικές αυτές οι γυναίκες γιατί παρά την προσπάθειά τους να μεταδώσουν τρυφερότητα, το συνειδητοποιούν ότι αδυνατούν, κι είναι εφιαλτικές γιατί τα παιδιά τους έτυχε να είναι οι καταραμένοι αυτοί στρατιώτες ενός πολέμου που έχει γεμίσει τα πάντα με αίμα, άδικα χαμένο αίμα, αίμα αδελφών και πατεράδων.

με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς...


Το μπλέξιμο των εννοιών λειτουργεί εξαιρετικά εδώ, μεταδίδοντας την παρανόηση των επιδιώξεων, την παράλογη μετουσίωση των αγαθών προθέσεων σε πράξεις φονικές. Ο σταυρός της πρωτοχρονιάς και το τουφέκι, διαπλέκονται και οι άνθρωποι συμμετέχουν τυφλωμένοι σ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλοιώνοντας τις αντιλήψεις του και φτάνοντας να δικαιώνουν έναν μάταιο πόλεμο, σκοτώνοντας για σκοπούς που δε θα έπρεπε να αρκούν για να οπλίσουν το χέρι τους, ακυρώνοντας κάθε έννοια ηθικότητας και αμαυρώνοντας κάθε έννοια καλού. Είναι μοναδικός ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής μεταδίδει τη σύγχυση που επικρατούσε στη σκέψη των περισσότερων ανθρώπων, που είχαν καταλήξει να πολεμούν μέχρι θανάτου, χωρίς ίσως να μπορούν να εξηγήσουν γιατί τους έχει τυφλώσει το μίσος, γιατί φτάνουν στα άκρα και πώς θα μπορούσαν να εξηγήσουν την εμπλοκή τους σ’ έναν πόλεμο που αποφασίστηκε ερήμην τους κι εκείνοι συμμετείχαν σ’ αυτόν με την ελπίδα ότι ο Θεός θα τους προστατέψει, από τον αδερφό τους και θα τους δώσει δύναμη, να σκοτώσουν τον... αδερφό τους.

το τόπι
ο σιδερόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου.


Ένας πόλεμος που καταλήγει παρά τις προθέσεις των συμμετεχόντων να γίνει το παιχνίδι του θανάτου, καθώς ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις τους, εκείνο που χωρίς αμφιβολία κατάφεραν να προκαλέσουν ήταν πληθώρα θανάτων. Έγιναν το μέσο επιβολής του θανάτου, έγιναν το παιχνίδι του θανάτου, οδηγώντας στη λήθη ο ένας τον άλλο, οδηγώντας στο θάνατο ο ένας τον άλλο. Μια εμφύλια διαμάχη, χωρίς αξίες που να δικαιολογούν τη μανία που επικράτησε, χωρίς σκοπό που να δικαιώνει τόσους θανάτους. Μια εμφύλια διαμάχη που κατέληξε να γίνει ένα παιχνίδι με κερδισμένο το θάνατο και τους ανθρώπους να οδηγούνται σ’ ένα ταξίδι λησμονιάς, κατά εκατοντάδες, νεκροί, χωρίς μνήμες, χωρίς να έχουν κι ίδιοι κατανοήσει γιατί ακριβώς έχασαν τη ζωής τους. Κι η μόνη εξήγηση που μπορεί να σταθεί ήταν πως τελικά έγιναν απλώς τα παιχνίδια του θανάτου.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...